Τῇ Αὐτοῦ Ἁγιότητι
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΩ Α΄
Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως
Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
1. Δὲν ἔσβησεν εἰς τὴν καρδίαν τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἡ συγκίνησις ἡ προκληθεῖσα ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸν καὶ τὸ ἀμοιβαῖον καλωσόρισμα, τὸ ὁποῖον οἱ σεβάσμιοι Προ-κάτοχοι ἡμῶν, ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ΄ καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας Α΄, ἀντήλ-λαξαν εἰς Ἱεροσόλυμα τὴν 5ην καὶ 6ην Ἰανουαρίου πρὸ τεσσαράκοντα ἐτῶν. Μετὰ ἀπὸ αἰῶνας σιωπῆς καὶ ἀναμονῆς, ἡ νοσταλγία τῆς κοινῆς οἰκίας καὶ τῆς κοινῆς τραπέζης ὤθησαν αὐτοὺς τοὺς δύο μεγάλους ἄνδρας τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ νὰ ἐπανεύρουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον διὰ νὰ συνομι-λήσουν καὶ νὰ σχεδιάσουν μαζὶ μίαν κοινὴν πορείαν ὑπὸ ἓν νέον πνεῦμα.
Ὅπως Ὑμεῖς καταλλήλως ὑπομιμνῄσκετε εἰς τὴν ἐπιστολὴν τὴν ἀποσταλεῖσαν μοι τὴν 5ην τοῦ τρέχοντος Ἰανουαρίου, ὑπῆρξε πράγματι μία ἱστορικὴ συνάντησις, ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς τὴν κοινὴν μνήμην ἀμφοτέρων τῶν Καθεδρῶν ἡμῶν. Τὸ τοιοῦτον ὑπῆρξεν ἰδιαιτέρως μία στιγμὴ χάριτος, ἡ ὁποία ἔφερεν ἐκ νέου πλησίον τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιθυμούσας ὅπως ἀποκαταστήσουν μίαν πλήρη κοινωνίαν, ἀνάλο-γον ἐκείνης ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν.
Τὰ παρελθόντα τεσσαράκοντα ἔτη ἐσημαδεύθησαν ἀπὸ μίαν προνοιακὴν ἀνάπτυξιν τῶν σχέσεων μεταξὺ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εὐνοοῦσαν ἕνα διάλογον ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε νὰ πραγματοποιηθοῦν σημαντικὰ βήματα πρὸς τὴν πλήρη κοινωνίαν ἐντὸς τῆς πίστεως καὶ τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος τοῦ Καλοῦ Ποιμένος Χριστοῦ.
2. Δεν ὑπῆρξε μία ἁπλῆ διαδρομή, οὔτε ἔλειψαν τὰ προβλήματα καὶ αἱ δυσ-χέρειαι. Τούτου εἴμεθα μάρτυρες ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ ὁ-ποῖοι, ἀκόμη καὶ προσφάτως, ἐψηλαφήσα-μεν πόσον δυσχερὴς τυγ-χάνει ἡ κάθαρσις τῆς μνήμης ἀπὸ ὑποψίας αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν ἀδί-κους κατηγορίας. Αὐτὰ εἶναι αἰτία λύπης καὶ ἐπιδεικνύουν, μὲ πικρὰν συναίσθησιν, πόσον ὑπο-λείπεται ἀκόμη να πραγματοποιηθῇ.
Αἱ δυσκολίαι, ἐν τούτοις, δὲν δύνανται νὰ σταματήσουν τὸ ἅγιον ἔργον πρὸς ἀποκατά-στασιν τῆς πλήρους ἑνότητος ὅλων τῶν βαπτισθέντων. Αὐτὸ τὸ καθῆκον ἀνετέθη ἐν πρώτοις εἰς ἅπαντας τοὺς νομίμους Ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πρέπει ἀκαταπαύστως νὰ ἐνεργοῦν ἀναζητοῦντες αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἑνώνει, πειθήνιοι εἰς τὴν δρᾶσιν τοῦ Πνεύματος.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ῥώμης, ἀπὸ τῆς πλευρᾶς του, αἰσθάνεται ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπηρεσία τοῦ ἀν-ετέθη κατὰ τρόπον ὅλως εἰδικὸν ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ τοιοῦτον ἰσχύει ἰδιαιτέρως ὅταν ἀνα-φύωνται πολύπλοκα προβλήματα, ὅπως αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐπικαλεῖσθε εἰς τὴν συνοδικὴν ἐπιστο-λὴν τῆς 29ης τοῦ παρελθόντος Νοεμβρίου περὶ τῆς θεολογικῆς σημασίας τῶν Πατριαρχείων καὶ τῆς λειτουργίας αὐτῶν ἐν ἀναφορᾷ προς τὸν Λαὸν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἰδική μου θερμὴ εὐχὴ νὰ ἀπο-σαφηνισθῇ ὅσον τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερον τὸ περιεχόμενον τῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία προεκάλεσε βα-θεῖαν ἔκπληξιν εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὄχι μόνον εἰς αὐτήν.
3. Τὸ παράδειγμα τῶν σεβασμίων Προκατόχων ἡμῶν, προθύμων νὰ φθάσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐν ἀγάπῃ, πρέπει νὰ ἐνθαρρύνῃ ἡμᾶς εἰς τὴν πορείαν, βεβαίους ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει καὶ ὅτι ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ ἀνακουφίζει πᾶν ἄλγος.
Αὐτοὶ προετίμησαν τὴν εὐαγγελικὴν ὁδὸν τοῦ τιμίου καὶ εἰλικρινοῦς διαλόγου, χωρὶς νὰ ἀποκρύψουν αὐτὸ τὸ ὁποῖον δὲν ἐπιτρέπει εἰσέτι τὴν πλήρη ἑνότητα, ἀλλὰ ἀντιμετωπίζοντες τὴν ἐξεύρεσιν τῆς ἀληθείας χωρὶς να ἐκπέσουν ἐκ τοῦ καθήκοντος τῆς ἀγάπης. Αὕτη, πράγματι, πρέπει να ὑπερέχῃ πάντοτε ὡς ἡ βεβαία ὁδὸς πρὸς ἐπίτευξιν τῆς πλήρους ἀληθείας.
Αἱ δίκαιαι γνῶμαι περὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν διατυπῶνται μὲ καρδίαν ἀνοι-κτὴν εἰς τὸ ἔργον τοῦ Παρακλήτου, εἶναι μία ἔκφρασις τῆς ἀγάπης διὰ τὴν Νύμφην τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως αὗται δὲν δύνανται να παραβλάψουν τὴν ἀποστολικὴν παρακαταθήκην, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐκλήθησαν νὰ ἐπαγρυπνοῦν οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι καθῆκον των νὰ λαμβάνουν ἀποφάσεις ἀποβλεπούσας εἰς τὸ καλὸν τῆς ἐμπιστευθείσης αὐτοῖς Ἐκκλησίας, ὅταν αἱ περι-στάσεις τὸ ἀπαιτοῦν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν κατάλληλον εὐκαιρίαν τοῦ μείζονος καλοῦ.
4. Μετὰ τεσσαράκοντα ἔτη ἀπὸ τὴν εὐλογημένην συνάντησιν τῶν σεβασμίων Προκατόχων ἡμῶν, ἐντὸς τοῦ ἰδίου πνεύματος τὸ ὁποῖον ἐνεψύχωσεν ἐκείνην τὴν στιγμὴν τῆς χά-ριτος, εὐχαρίστως Σᾶς προσκαλῶ ὅπως ἑορτάσητε μαζί μου εἰς Ῥώμην αὐτὴν τὴν ἐπέτειον, κατὰ τὴν πανήγυριν τῶν ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου, τὴν 29ην τοῦ προσεχοῦς Ἰουνίου.
Αὐτὴ ἡ χειρονομία θέλει νὰ ἐπιβεβαιώσῃ τὴν ἀπαράλλακτον ἐκτίμησιν καὶ τὴν ἀδελ-φικήν μου ὑπόληψιν πρὸς τὸ Ὑμέτερον πρό-σωπον καὶ πρὸς τὸ ἐμπιστευθὲν Ὑμῖν λειτούργημα.
Βεβαιῶν διὰ τὴν θερμὴν προσευχήν μου ὅπως ὁ Ὑπέρτατος Ποιμὴν μᾶς ὁδηγῇ εἰς τὴν ἀλή-θειαν ἐν ἀγάπῃ, ἐπικαλοῦμαι ἐφ’ Ὑμᾶς πλουσίας τάς δωρεὰς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ Σᾶς χαι-ρετῶ ἐν Χριστῷ, τῇ ἀσφαλεῖ ἡμῶν ἐλπίδι.
Ἐκ τοῦ Βατικανοῦ, 16 Ἰανουαρίου 2004
Ἰωάννης Παῦλος Β΄