ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
Aπό το Γραφείο το Οικουμενικο Πατριαρχείου στην Αθήνα ανακοινώνονται τα εξής:
Ο Διευθυντής του Γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης μόλις έλαβε γνώση των δηλώσεων των Σεβ. Μητροπολιτων Πειραιώς κ. Καλλινίκου και Δημητριάδος κ. Ιγνατίου σχετικά με τις πρόσφατες άτυπες συνομιλίες για την διευκόλυνση της επιλύσεως του ανακύψαντος εκκλησιαστικού ζητήματος μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, εδήλωσε:
‘Τα αισθήματα σεβασμού και αγάπης, που τρέφω προς τα πρόσωπα των Σεβ. Μητροπολιτών Πειραιώς και Δημητριάδος, δεν μου επιτρέπουν να χρησιμοποιήσω τον όρο ‘διάψευση’ σε όσα ισχυρίζονται με τις δηλώσεις τους. Καμμία απολύτως ανατροπή δεν έγινε κατά τις πρόσφατες άτυπες συζητήσεις των όσων κατά την επίσκεψή μας εις το Φανάρι ελέχθησαν (σημειωτέον οτι κατά το επίσημο ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου αμέσως μετά τη συνάντηση στο Φανάρι ‘ουδεμία συμφωνία επετεύχθην)’. υπενθυμίζω στους αγίους αδελφούς οτι κατά τη συζήτηση εκείνη ο Παναγιώτατος ετόνισε προς τους επισκέπτες Του, μεταξύ των οποίων και εκείνοι, οτι το Οικουμενικό Πατριαρχειο, με καλή θέληση, θα εδέχετο κάθε μεσολαβητική προσπάθεια για την επίλυση του ανακύψαντος ζητήματος, υπό τον όρον οτι θα ανεγνωρίζετο επισήμως α) το αυτονόητον οτι οι Μητροπόλεις των λεγομένων Νέων Χωρών αποτελουν Επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, β) οτι θα εγίνετο αποδεκτή η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 και η τήρηση των όρων της, και γ) οτι οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση στο θέμα της αποστολής του Καταλόγου εκλογίμων θα περιείχε το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να προσθέτει και αφαιρεί υποψηφίους σύμφωνα με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη. Στα σημεία αυτά, τα οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείον εκρινε ως ζωτικής σημασίας για την ίδια την υπόστασή του, και επί των οποίων είχα σαφή εντολή του Πατριαρχείου να μη υποχωρήσω, επικεντρώθηκαν οι άτυπες συνομιλίες, χωρίς δυστυχώς να επιτευχθεί η απαραίτητη συμφωνία, παρά τις προσπάθειες, που καταβλήθηκαν και από τις δύο πλευρές. Το μόνο θέμα, στο οποίο υπήρξε κάποια παρανόηση, ηταν εάν το κείμενο, που θα επροτείνετο για εκατέρωθεν συνοδική εξέταση και απόφαση, θα ήταν ‘κοινό’ η θα περιείχετο σε ανταλλαγή Γραμμάτων. αλλά το θέμα αυτό δεν εμπόδισε τη διεξαγωγή των συνομιλων επί δύο ολόκληρες ημέρες, αλλά ουτε έχει νόημα, εφ’ όσον δεν επετεύχθη συμφωνία επί της ουσίας. Σε τί, λοιπόν, συνίσταται η ‘ανατροπή’ των ‘συμφωνηθέντων’ από τον Μητροπολίτη Περγάμου; Η πιστή τήρηση των όσων ο Παναγιώτατος έθεσεν ως προϋποθέσεις του ατύπου διαλόγου δεν μπορεί να θεωρηθεί ανατροπή, παρά μόνο για λόγους εντυπώσεων.
Ως προς τις λεγόμενες «υποχωρήσεις» από πλευράς της Εκκλησίας της Ελλάδος αρκεί να σημειωθεί ενδεικτικά οτι οι Σεβ. Μητροπολίται Πειραιώς και Δημητριάδος δέχθηκαν την ισχύ της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, αλλά με την προσθήκη «όπως αυτή ετροποποιήθη» – δηλαδή ο,τι ανέκαθεν υπεστηρίζετο από τον Μακαριώτατον και ο,τι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ουδέποτε εδέχθη, διότι μία Πράξις δεν τροποποιείται με αλληλογραφία, αλλά με άλλο ισόκυρο κείμενο -, ενώ ως προς την αποστολή του Καταλόγου ζήτησαν να αντικατασταθεί η διατύπωση «πρός έγκρισιν» με την «διά προσθήκην και αφαίρεσιν ονομάτων υποψηφίων», αλλά υπό τον όρον ότι η «έγκρισις» του Πατριάρχου θα ετίθετο υπό την έγκρισιν της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος! επρόκειτο για πλήρη ανατροπή οχι μόνο του γράμματος, αλλά και του πνεύματος της Πράξεως. Αυτά λέγονται «υποχωρήσεις»;
Βεβαίως το επιχείρημα, που αντέτειναν οι Σεβασμιώτατοι ήταν οτι δεσμεύονται από την ελληνική νομοθεσία. Αυτό όμως σημαίνει, οχι οτι έκαναν υποχωρήσεις, αλλά οτι κατά τη γνώμη τους δεν μπορούσαν να κάνουν υποχωρήσεις. Τότε προέτεινα οτι το Πατριαρχείο θα μπορούσε να κάνει την υποχώρηση και να δεσμευθεί οτι κατά την επέμβασή του στον αποστελλόμενο Κατάλογο θα συνεμορφούτο προς το άρθρο 18 του Νόμου περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε να προσθέτει η αφαιρεί ονόματα υποψηφίων σύμφωνα με τις προυποθέσεις του Νόμου, δηλαδή να συμμορφωθεί προς την ελληνική Νομοθεσία. αντετάχθη όμως οτι κατά τον Νόμον θα έπρεπε να τεθεί ολη αυτή η ενέργεια του Πατριαρχείου υπο την έγκριση της Ιεραρχίας, όπως τίθενται οι προτάσεις του κάθε Μητροπολίτου!
Ο Παναγιώτατος, υπ’ όψιν του οποίου έθεσα τα ανωτέρω έκρινεν οτι αυτό οχι μόνο δεν αποτελεί υποχώρηση, αλλά και ανοικτή προσβολή κατά του Πατριαρχείου, στην πράξη δε έμμεση ενσωμάτωση των Ιερων Μητροπόλεων του Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Ελλάδος. Επρόκειτο σαφώς περί αδιεξόδου, για το οποίο όμως αδικούν κατάφορα την αλήθεια οι Σεβασμιώτατοι Αρχιερεις, εάν επιρρίπτουν την ευθύνη στην πλευρά του Πατριαρχείου.
Εάν όντως υφίσταται νομικό κώλυμα –διότι υπάρχει και η διαφορετική ερμηνεία του Νόμου – τότε δεν έχει παρά να ζητηθεί η τροποποίηση της σχετικής διατάξεως, οπότε, όπως εδήλωσε και ο Σεβασμιώτατος Πειραιώς, δεν θα υπάρχει εκ μέρους του αντίρρηση. Έτσι θα περισωθεί το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θα διευθετηθεί το ζήτημα
Φοβούμαι οτι η παραπληροφόρηση αυτή της κοινης γνώμης για την αποτυχία των συνομιλιων, έρχεται να δικαιώσει τη διακοπή εκ μέρους μου της συμμετοχης μου στη διεξαγωγή τους. Είναι άκρως θλιβερό οτι ακόμη και μετά το τελευταίο επίσημο ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο σαφέστατα τονίζει οτι κατά τις άτυπες συνομιλίες δεν εξέφραζα προσωπικές μου απόψεις, αλλά καθηκόντως ρητές εντολές του θεσμού, τον οποίον εκπροσωπούσα, και μάλιστα απόψεις ήδη γνωστές στους συνομιλητές μου ως αμετακίνητες θέσεις του Πατριαρχείου, οι Σεβασμιώτατοι άγιοι αδελφοί επικεντρώνουν την κριτική τους στο πρόσωπό μου, και καταρρίπτουν μία ακόμη γέφυρα επικοινωνίας, πράγμα που προσπάθησα να αποφύγω μη δημοσιοποιώντας τους λόγους της αποχωρήσεώς μου από τις συνομιλίες.
Ο Παναγιώτατος σε ένδειξη καλής θελήσεως απεδέχθη τη διεξαγωγή των ατύπων διαβουλεύσεων, παρά το οτι οι προτείναντες αυτάς δεν είχαν καμμία απολύτως θεσμική ιδιότητα η εκπροσώπηση. Τώρα Του καταλογίζεται το οτι δεν τις συνέχισε και μετά την αποτυχία τους, και μάλιστα καθ’ ον χρόνον θα συνήρχοντο τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος. αλλά, εάν το εκανε αυτο, θα εσήμαινε οτι περιφρονείται η μόνη αρμόδια να χειρίζεται τα θέματα αυτά Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στην κρίσιμη αυτή καμπή της ιστορίας της Εκκλησίας μας οι ευθύνες είναι κοινές, πράγμα που καθιστά μάταιη την αναζήτηση εξιλαστηρίων θυμάτων. Οι ευθύνες, εξ άλλου, των διαχειριζομένων τα λεπτά αυτά ζητήματα δεν θα κριθουν από τον εφήμερο προσεταιρισμό της κοινης γνώμης, αλλά από τον Θεό και την Ιστορία. Αντί να διαβάλλουμε πρόσωπα και θεσμούς ιερούς, ας επικεντρώσουμε τη μέριμνά μας στην προσπάθειά ειρηνεύσεως της Εκκλησίας με γνώμονα την ορθόδοξη Εκκλησιολογία και τους Ιερούς Κανόνες, που διέπουν τους θεσμούς της, διότι με βάση αυτά θα κριθούμε όλοι.»
Αθήνα, 3 Νοεμβρίου 2003
Φόρτωση