Ἱερολογιώτατε καί ἀγαπητέ Διάκονε κ. Ἰάκωβε,
Ἀγαπητέ Ὑποδιάκονε κ. Ἀνδρέα,
Ἐν χαρᾷ ἑορτίᾳ καί κατανυκτικῇ ἀτμοσφαίρᾳ, σήμερον, κατά τήν πανέορτον ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία χειροτονεῖ ἐν τῷ πανσέπτῳ καί παμφώτῳ Ἱερῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, δύο ἄξια τέκνα της, μέλη τῆς Ἀδελφότητος τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Essex Ἀγγλίας.
Καί ὁ μέν Ἱεροδιάκονος Ἰάκωβος Rindlisbacher, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπό τήν Ἑλβετίαν, χειροτονηθείς ὑπό τῆς ἡμῶν Μετριότητος τήν 21ην Νοεμβρίου 2013 εἰς τόν πανηγυρίζοντα Ἱερόν Ναόν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Σταυροδρομίου, καλεῖται νά λάβῃ τήν χάριν τοῦ δευτέρου βαθμοῦ τῆς ἱερωσύνης, καθιστάμενος ἱερουργός τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῶν ἄλλων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, πλήν τῆς ἱερωσύνης, ἐνῷ ὁ μοναχός Ἀνδρέας Webster, μέ καταγωγήν ἐκ Σκωτίας, θά λάβῃ τήν χάριν τοῦ διακόνου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ συλλειτουργῶν σήμερον μεθ᾿ ἡμῶν Ἱερώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης, εἰς μίαν ἔξοχον ὁμιλίαν του μέ τίτλον: «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἕνα ἱστορικό Παράδοξο», εἶχεν ἀναφερθῆ εἰς τό ὑπερεθνικόν χαρακτῆρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος εὐνοεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτό ἑδρεύει εἰς τήν Πόλιν ἡμῶν. Εἶπε, μεταξύ ἄλλων σημαντικῶν, ὁ Ἅγιος Περγάμου: «Ἡ φύση τῆς διακονίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ὁ προορισμός του εἶναι νά διακονεῖ ὅλους τούς ὀρθοδόξους, ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας, φυλῆς καί γλώσσας, καί γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά συνδεθεῖ μέ χώρους καί περιβάλλοντα στενά ἐθνικά. Ἡ θεία Πρόνοια τό ἔταξε ἐκεῖ πού εἶναι, γιά νά μήν μπορεῖ κανείς νά διαβάλλει καί νά ἀμφισβητεῖ τόν ὑπερεθνικό του χαρακτήρα, βάσει τοῦ ὁποίου καί καλεῖται νά διαδραματίσει ἀποφασιστικό ρόλο στίς ἡμέρες μας» (Κόσμου λύτρον, Μέγαρα 2014, σ. 279). Διά νά ἐπιτελέσῃ τήν οἰκουμενικήν ἀποστολήν του καί νά διαδραματίσῃ τόν καθοριστικόν ρόλον τον εἰς τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν μαρτυρίαν της εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ἐν ὄψει μάλιστα καί τῶν νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν καί τῆς κυριαρχίας τοῦ τεχνολογικοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς «κοινωνίας τῆς πληροφορίας», ἡ ὁποία «καθιστᾷ στήν οὐσία ὅλη τήν Οἰκουμένη μία ‘γειτονιά’», τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον πρέπει νά καταγράφῃ τούς «κραδασμούς τῆς ἱστορίας» καί νά δρᾷ ὡς «φορέας ἰδεῶν καί ἀξιῶν», αἱ ὁποῖαι θά ἐπηρεάζουν τόν σύγχρονον πολιτισμόν καί θά ἀπαντοῦν εἰς τάς ὑπαρξιακάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ θεσμός αὐτός, θά ἔπρεπε νά εἶχε ἐφευρεθεῖ», συνέχισεν ὁ Ἀκαδημαϊκός ἅγιος Περγάμου. «Χωρίς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ Ὀρθοδοξία θά περιπέσει στή δίνη τῶν ἐθνικισμῶν, στήν καυχισιολογία τοῦ παρελθόντος, στήν ἐσωστρέφεια τῆς αὐτάρκειας, στήν περιφρόνηση τοῦ συγχρόνου κόσμου. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά μετουσιώνει τό παρελθόν σέ παρόν, τό παρόν σέ μέλλον, τό χθές καί τό σήμερα σέ αὔριο. Καί τοῦτο, γιατί πέρα ἀπό τή θεσμική του ἰδιότητα, εἶναι φορέας μιᾶς ἀνοικτῆς νοοτροπίας, μιᾶς καθολικότητας καί μιᾶς εὐαισθησίας γιά τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν κατ᾿ ἄνθρωπον ἐγγύηση τοῦ μέλλοντος του» (ὅ.π., σ. 283).
Δέν εἶναι τυχαῖον, ὅτι ὁ Ἱερώτατος Μητροπολίτης Περγάμου συνεδέετο μέ τόν προσφάτως ἐνταχθέντα εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Γέροντα Σωφρόνιον τοῦ Essex, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἔχει λεχθῆ, «ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ἐθνικό Χριστιανισμό» (Γ. Μαντζαρίδης, Ἡσυχίας Καρποί, Ἅγιον Ὄρος 2016, σ. 130). Ὁ καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης χαρακτηρίζει τόν Ἅγιον Σωφρόνιον «θεολόγον τῆς παγκοσμιότητος» (ὅ.π., σ. 119). Γράφει σχετικῶς: «Μέσα στήν ἀλλοτρίωση καί τήν ἰσοπέδωση τῶν προσώπων πού προκαλεῖ καί προωθεῖ ἡ σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, προέβαλε μέ τήν διδασκαλία του καί ὑπέδειξε μέ τήν βιοτή του τήν χριστιανική παγκοσμιότητα, πού ἐπεδίωξαν καί ὀφείλουν νά ἐπιδιώκουν μέ τό φρόνημα καί τήν ζωή τους ὅλοι οἱ ἀληθινοί χριστιανοί» (ὅ.π., σ. 119-120). Ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπον, ὅταν ἐνσαρκώνῃ τό κατ᾿ ἐξοχήν γνώρισμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπην. Ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπότης «καλεῖται νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος κατ᾿ εἰκόνα τῆς Τριαδικῆς Ἑνότητας», γράφει ὁ Γέρων Σωφρόνιος (Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ 2010, σ. 289).
Χαιρόμεθα, διότι οἱ σήμερον προσερχόμενοι πρός χειροτονίαν ἐνσαρκώνουν αὐτό τό ἰδεῶδες. Ἡ Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex ἀποτελεῖ ἔμπρακτον ἐφαρμογήν αὐτοῦ τοῦ πνεύματος τῆς χριστιανικῆς παγκοσμιότητος, τό ὁποῖον βιοῦται καί ἐκφράζεται λειτουργικῶς κατ᾿ ἐξοχήν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, ὅπου παύομεν νά εἴμεθα ἄτομα καί γινόμεθα πρόσωπα, μία πραγματική κοινότης προσώπων, συνηγμένοι «εἰς ἕν σῶμα ἄνευ διακρίσεως φυλῆς, φύλου, ἡλικίας, κοινωνικῆς ἤ ἄλλης καταστάσεως, ὅπου ῾οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ᾿ (Γαλ. γ’, 28, πρβλ. Κολ. γ’, 11), εἰς ἕνα κόσμον καταλλαγῆς, εἰρήνης καί ἀγάπης», εἰκονίζοντες τήν πληρότητα τῆς «καινῆς κτίσεως» (Β’ Κορ. ε’, 17) ἐν τῇ ἐσχατολογικῇ Βασιλείᾳ (Ἁγίᾳ καί Μεγάλη Σύνοδος, Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, Προοίμιον). Ἀπό τήν Θείαν Εὐχαριστίαν τρέφεται σύνολος ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἰς ὅλας τάς πτυχάς της ὀφείλει νά ἔχῃ εὐχαριστιακόν, κοινοτικόν καί ἐσχατολογικόν χαρακτῆρα.
Αὐτό ἰσχύει καί διά τόν μοναχισμόν, ὁ ὁποῖος εἶναι σάρξ ἐκ τῆς σαρκός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μοναχός εἶναι «ὁ μάρτυς τῆς ὀγδόης ἡμέρας», ὑπενθυμίζει ἀδιαλείπτως εἰς τούς πιστούς τήν κατεύθυνσιν καί τήν ὁρμήν τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς πρός τά Ἔσχατα. Εἰς τήν συνείδησιν τῶν πιστῶν, αἱ ἱεραί μοναί παραμένουν φωταυγεῖς φάροι ὀρθοδόξου ἐσχατολογικοῦ ἤθους, ἱεροί τόποι προσευχῆς καί ἀφιερώσεως εἰς τόν Θεόν καί δοξολογίας τοῦ ὀνόματός Του, ἀγώνων κατά τοῦ «ἀτομικοῦ δικαιώματος» καί κατά τῆς λήθης τῆς ἐλπίδος ζωῆς αἰωνίου. Οὐδείς ἐκ τῶν προσκυνητῶν καί ἐπισκεπτῶν τῶν ὀρθοδόξων ἱερῶν μονῶν ἀποχωρεῖ, χωρίς νά ἔχουν ὑποστῆ κλονισμόν αἱ ἐγκόσμιοι βεβαιότητές του.
Ἀγαπητά τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Κατά τόν μακαριστόν Γέροντα Ἅγιον Σωφρόνιον, «ὁ Κτίστης περιφρουρεῖ τήν ἀνθρωπίνην ἐλευθερίαν ὡς τήν θεμελιώδη ἀρχήν ἐν τῇ δημιουργίᾳ θεοειδῶν ὑπάρξεων». Ἡ ἄμεσος ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ «θά ἰσοδυνάμει πρός τήν στέρησιν τῆς δυνατότητος τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ» καί «θά εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα τόν ὑποβιβασμόν τῶν πάντων εἰς κοσμικούς ἀπροσώπους νόμους» (Ὑψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ 1993, σ. 183). Καί ὁ Ἅγιος Γέρων προσθέτει: «Μέγας καί θαυμαστός ὁ κόσμος τῆς ἁγίας ἐλευθερίας. Ἄνευ αὐτῆς εἶναι ἀδύνατος ἡ σωτηρία ὡς θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀνάγκη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νά διατεθῇ ἐλευθέρως διά τήν αἰωνιότητα» (ὅ.π., σ. 185).
Ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης εἶναι μία ἀσκητική πορεία μέσα εἰς τήν χάριν καί τήν φιλάνθρωπον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, τάς ὁποίας, ὁ αὐτεξουσιότητι τιμηθείς ἄνθρωπος, ἀποδέχεται ἐλευθέρως. «Ὁ Θεός κρούει πάντοτε τή θύρα τῆς ἀνθρωπίνης καρδιᾶς, ἀλλά μόνον ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τήν ἀνοίξει», γράφει ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφκυ (Δημιουργία καί ἀπολύτρωση, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 16). Ἡ ζωή ἐν Χριστῷ εἶναι ἀποτέλεσμα συνεργίας τῆς χάριτος καί τῆς ἐλευθερίας μας. Ἡ ἀποδοχή τῆς χάριτος δέν εἶναι ποτέ «γενική» ἀλλά πάντοτε «προσωπική». «Οὐ γάρ γεννᾷ γνώμην τό Πνεῦμα μή θέλουσαν, ἀλλά βουλομένην μεταπλάττει πρός θέωσιν», θεολογεῖ ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς, PG 90, 280). Καί ἀλλαχοῦ, σαφέστατα: «Βουλομένων γάρ οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον» (Εἰς τήν προσευχήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, PG 90, 880).
Τό Ναί εἰς τήν κλῆσιν τῆς θείας ἀγάπης εἶναι ἡ ἔναρξις τοῦ ἀγῶνος τοῦ πιστοῦ διά τό «διασῶσαι τήν ἀγάπην», διά παραμονήν καί αὔξησιν μέσα εἰς τήν χάριν, διά τό «προκόπτειν ἐν τῇ ἀγάπῃ». Εἶναι ἡ δυναμική ἐκκλησιαστικοποίησις τῆς ὑπάρξεώς μας ἐν τῷ μυστηρίῳ καί τοῖς μυστηρίοις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀνάγκην ἀδιαπτώτου στηρίξεως ὑπό τῆς πανταχοῦ καί πάντοτε θεραπευούσης τά ἀσθενῆ καί ἀναπληρούσης τά ἐλλείποντα χάριτος, ἡ ὁποία ἀνυψώνει καί τελειοῖ τήν ἀνθρωπίνην προσπάθειαν καί ἀτέλειαν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐλευθερίας, ὁ τόπος καί ὁ τρόπος συναντήσεως καί ἀλληλοπεριχωρήσεως τῆς ἐλευθερίας τῆς θείας ἀγάπης καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Αὐτήν τήν εὐλογημένην ζωήν καλεῖσθε νά διακονήσετε, ἐξ ἐλευθερίας καί πρός ἐλευθερίαν, σύ, Ἱερολογιώτατε διάκονε Ἰάκωβε, ὡς πρεσβύτερος, καί σύ, Ὑποδιάκονε Ἀνδρέα, ὡς ἱεροδιάκονος. Ὄντως, «μέγα καί θαυμαστόν τό τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα». Ὁ λειτουργός τοῦ Ὑψίστου δέν ἀνήκει εἰς τόν ἑαυτόν του, ἀλλά εἰς τόν Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ὁ καλός κληρικός εἶναι ψυχῇ τε καί σώματι ἀφιερωμένος εἰς τό εὐλογημένον ἔργον του, πάντοτε θυσιαστικός, εὐαίσθητος διά τόν ἀνθρώπινον πόνον, πρᾷος καί ἁπλοῦς, οὐδέποτε νωθρός ἤ ἀπαισιόδοξος.
Ὑπάρχει, ὡς ἀνεφέρομεν καί παλαιότερον, μία «εἰκονική ἱερωσύνη», ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ περισσότερον νά φαίνεται παρά νά εἶναι, νά ἐπιδεικνύεται παρά νά προσφέρῃ. Αὐτή ἡ τάσις εὐνοεῖται σήμερον ἀπό τήν νέαν, λεγομένην «ηλεκτρονικήν τάξιν πραγμάτων», ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι μεταφέρει τό κέντρον τῆς ζωῆς ἀπό τήν ἁπτήν εἰς τήν εἰκονικήν πραγματικότητα. Δυστυχῶς, ἡ γοητεία τῆς τεχνολογίας ἀλλοιώνει τόν τρόπον τῆς χριστιανικῆς μαρτυρίας μας, συρρικνώνει τήν προσωπικήν της διάστασιν. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάντοτε μία συγκεκριμένη σχέσις μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, εἶναι ζῶσα συνύπαρξις, συνομιλία, συνεργασία. Δέν εὐδοκιμεῖ ὡς μία ἀφηρημένη ἐπικοινωνία εἰς τόν κυβερνοχῶρον, ὡς ἀνταλλαγή ἠλεκτρονικῶν μηνυμάτων καί εἰκόνων. Τό «ἀφηρημένον» καί «διαδικτυακόν» ψύχει τήν κοινωνίαν καί τήν ἀγάπην. Ὁ διάκονος τοῦ Χριστοῦ ἐπιθυμεῖ παρακλητικῶς νά συμπεριληφθῇ εἰς τήν «Βίβλον τῆς Βασιλείας», νά ἐγγραφῇ εἰς τήν αἰωνίαν μνήμην τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι νά καταχωρισθῇ εἰς τάς «δέλτους τῆς ἱστορίας», εἰς τήν μνήμην καί τόν «σκληρόν δίσκον» τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστοῦ. Τό πεδίον μαρτυρίας τοῦ κληρικοῦ εἶναι ὁ ναός καί ὄχι τά διάφορα sites.
Σᾶς ὑπενθυμίζω πατρικῶς, ὅτι εἶναι μέγα προνόμιον δι᾿ ὑμᾶς νά ἀνήκετε εἰς τόν ἱερόν κλῆρον τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος, εἰς ὅλας τάς πτυχάς τοῦ πνευματικοῦ ἔργου του, ὀφείλει ἐκφράζῃ τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖον εἶναι κληρονόμος καί φύλαξ τῆς παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Τήν μοναδικήν ταύτην παράδοσιν τῆς ἀληθείας συγκροτοῦν οἱ Ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως, τό δόγμα καί τό ἐκκλησιαστικόν ἦθος, οἱ ναοί καί τά ἱερά προσκυνήματά μας, ἡ δοξολογική λειτουργική ζωή, ὁ ἔνθεος ζῆλος τῶν κληρικῶν, οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες τῶν μοναχῶν καί τῶν μοναζουσῶν, ὁ σταυροαναστάσιμος βίος τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, ἡ ποιμαντική διακονία καί ἡ ἐξαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου, καί ἡ καλή μαρτυρία «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» ἐν τῷ κόσμῳ.
Ὀφείλετε νά διαφυλάσσετε τό φιλάνθρωπον πνεῦμα καί τήν διακονικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, νά διακονῆτε τόν Χριστόν ἐν τῷ προσώπῳ τῶν «ἀδελφῶν Αὐτοῦ τῶν ἐλαχίστων» (πρβλ. Ματθ. κε’, 31-46). Ἐνθυμούμεθα εἰς τό σημεῖον αὐτό τήν στοργικήν παραίνεσιν τοῦ προκατόχου τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐν τῷ Θρόνῳ τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἕως ἐστί καιρός, Χριστόν ἐπισκεψώμεθα, Χριστόν θεραπεύσωμεν, Χριστόν θρέψωμεν, Χριστόν ἐνδύσωμεν, Χριστόν συναγάγωμεν, Χριστόν τιμήσωμεν» (Περί φιλοπτωχίας, ΙΔ’, μ’, ΒΕΠΕΣ 59, 83).
Ἡ ἐποχή μας ἀπαιτεῖ πολλά καί θυσιαστικά ἀπό τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μέ δεδομένον ὅτι πρωτόγνωροι τάσεις καί ἐξελίξεις, αἱ ὁποῖαι φαλκιδεύουν τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί τοποθετοῦν τόν «ἀνθρωποθεόν» εἰς τήν θέσιν τοῦ «Θεανθρώπου», παρεμποδίζουν τό εὐάγγελον μήνυμα τοῦ χριστιανισμοῦ νά φθάσῃ εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν τῶν συνανθρώπων μας. Καλεῖσθε, ἐν ἐπιγνώσει τῶν ἀδιεξόδων καί τῶν προβλημάτων τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀλλά καί τῶν θετικῶν προοπτικῶν τοῦ πολιτισμοῦ του, νά διακονῆτε τόν λαόν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀπολύτῳ πιστότητι πρός τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ πρός τόν ἄνθρωπον, ἐν φυλακῇ ἀνυστάκτῳ ἔναντι τῶν συημείων τῶν καιρῶν. Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσις θά εἶναι δι᾿ ὑμᾶς πηγή ἐμπνεύσεως καί πνευματικοῦ πλουτισμοῦ. Ὅταν ἀκούετε τάς εὐηχεῖς σάλπιγγας τοῦ πνεύματος, τήν κρυσταλλίνην φωνήν τῶν Πατέρων, ὀξύνονται τά πνευματικά αἰσθητήριά σας, ἀποκτᾶτε εὐήκοον οὖς εἰς τήν κραυγήν ἀγωνίας καί τάς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας, τόν ὁποῖον θά στηρίζετε «συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ…, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ» (Β’ Κορ. στ’, 4-7).
Καί νῦν, πάτερ Ἰάκωβε, εἴσελθε εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, διά νά λάβῃς τήν χάριν τοῦ δευτέρου βαθμοῦ τῆς ἱερωσύνης καί νά καταστῇς πρεσβύτερος καί οἰκονόμος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἐν ἐλευθερίᾳ καί ταπεινώσει, «ἐκ προθέσεως οἰκείας καί πόθου ἀρίστου» (Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ Α’, 1), δός ἐν τῇ καρδίᾳ σου χῶρον εἰς τήν δωρεάν τῆς χάριτος τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Πνεύματος τῆς ἐλευθερίας ὡς κοινωνίας, τοῦ «ὅλον συγκροτοῦντος τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» ὡς «κοινωνίαν θεώσεως», ὡς πανέορτον πανήγυριν τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ, τῆς συνεργίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐλευθεροποιοῦ γνώσεως τῆς Ἀληθείας.
Πρόσελθε!