* * *
Τιμιώτατοι ἀδελφοί,
Εὐγενεστάτη κυρία Γενική Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατοι σύνεδροι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ ἀνθρωπότης συνεχίζει νά βιώνῃ τάς ἐπωδύνους περιβαλλοντικάς καί κοινωνικάς ἐπιπτώσεις τῆς παγκοσμίου οἰκολογικῆς κρίσεως, ἀποτόκου πρωτίστως τοῦ προμηθεϊκοῦ τιτανισμοῦ τοῦ νεωτερικοῦ καί τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν νά ἰσχύουν ὅσα ἔγραψεν ὁ Lynn White τό ἔτος 1967, ὅτι ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι θεωροῦμεν τόν ἑαυτόν μας «ἀνώτερο ἀπό τή φύση, τήν περιφρονοῦμε, εἴμαστε ἕτοιμοι νά τή χρησιμοποιήσουμε γιά νά ἱκανοποιήσουμε ἀκόμη καί τό πιό ἀσήμαντο καπρίτσιο μας» (L. White, «Οἱ ἱστορικές ρίζες τῆς οἰκολογικῆς μας κρίσης», ἐν: Σ. Σαρίκα (ἐπιλογή κειμένων – μετάφραση), Ἡ φωτιά τοῦ Προμηθέα, ἐκδ. Νησίδες, Ἀθήνα 1998, σ. 33-49, ἐδῶ σ. 46). Οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε αἱ ἐμπειρίαι μας μέ τήν κλιματικήν ἀλλαγήν, μέ τάς καταστροφικάς πυρκαϊάς καί τάς πλημμύρας, μᾶς ἔχουν συνετίσει.
Δέν λείπει, βεβαίως, ἡ ἀντίδρασις καί ἡ δημιουργική ἀντίστασις εἰς τήν σοβοῦσαν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Ὑπάρχουν δυναμικά οἰκολογικά κινήματα, διεθνεῖς καί κρατικαί ἀποφάσεις διά τήν προστασίαν τῆς φύσεως, συναντήσεις κορυφῆς, ἐπιστημονικά συνέδρια καί δημοσιεύματα, δράσεις τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, παρεμβάσεις τῶν διανοουμένων, τῆς νεολαίας καί πολλά ἄλλα. Ὑπάρχει ἡ εὐαισθησία καί ἡ πεποίθησις ὅτι ἀληθῶς προοδευτικόν δέν εἶναι νά μετατρέπεται ἡ παλαιά πόλις εἰς μοντέρνους ὄγκους ἀπό μπετόν, ἀλλά νά διαδηλώνωμεν διά νά μή γίνῃ τό λιθόστρωτον ἄσφαλτος, νά μή καταστῇ βιομηχανικόν κανάλι τό ρυάκι, νά μή καταλήξῃ εἰς οἰκόπεδον ὁ ἐλαιών. Ὑπάρχει ἡ ἀντίδρασις τῆς παιδείας, ἡ ὁποία καλλιεργεῖ οἰκολογικόν ἦθος, γνωρίζει ὅτι ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἀρχίζει μέσα εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι ἀπό ἐκεῖ ὀφείλει νά ξεκινᾷ ἡ θεραπεία, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε ὑπόθεσις ἀγωγῆς καί παιδείας. Ἡ παιδική καί ἡ ἐφηβική ἡλικία ἀποτελοῦν ἰδιαιτέρως εὐνοϊκάς περιόδους τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δι᾿ οἰκολογικήν εὐαισθητοποίησιν, διά νά ἀναπτυχθῇ εἰς τήν νέαν γενεάν τό αἰσθητήριον διά τήν ὡραιότητα καί τήν ἱερότητα τῆς δημιουργίας. Ἡ νεότης πρέπει νά διδαχθῇ νά ἀντιστέκεται εἰς τό κυρίαρχον ἐπικίνδυνον μῖγμα ἀκράτου οἰκονομισμοῦ, ἀκορέστου ἀτομικοῦ καί κοινωνικοῦ εὐδαιμονι-σμοῦ καί ἀνεξελέγκτου τεχνολογικῆς προόδου. Ὅπως ἔχει προσφυέστατα γραφῆ, «στό μέλλον μία παιδεία χωρίς οἰκολογικό προσανατολισμό θά εἶναι παρωδία παιδείας».
Αἱ οἰκολογικαί πρωτοβουλίαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐνέπνευσαν κοινοβούλια, πανεπιστήμια, οἰκολογικάς ὀργανώσεις, ἄλλας ἐκκλησίας καί θρησκείας. Ἔδωκαν τό ἔναυσμα εἰς τήν θεολογίαν νά μελετήσῃ τάς πνευματικάς καί ἠθικάς διαστάσεις τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, νά προβάλῃ τό οἰκοφιλικόν περιεχόμενον τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας καί ἀνθρωπολογίας, τήν εὐχαριστιακήν χρῆσιν τῆς δημιουργίας, τό οἰκολογικόν μήνυμα τοῦ ἀσκητισμοῦ καί ἄλλα. Αἱ καθ᾿ ἡμᾶς Μητροπόλεις, αἱ ἐνορίαι καί αἱ ἱεραί μοναί ἀνέπτυξαν ποικίλας δράσεις διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, προγράμματα οἰκολογικῆς παιδείας καί ἄλλας σχετικάς πρωτοβουλίας. Ὁλόκληρος ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστις, ἡ θεία λατρεία, ὁ κοινοτικός τρόπος τοῦ βίου, ἔχουν οἰκολογικήν ὑφήν καί ἀναφοράν. Ἐπί αὐτῆς τῆς βάσεως διεκηρύξαμεν γεγονυίᾳ τῇ φωνῇ, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξῃ πραγματική πρόοδος, ὅταν αὕτη ἐκτυλίσσεται εἰς βάρος τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἐτονίσαμεν τήν συνάφειαν οἰκολογικῶν καί κοινωνικῶν προβλημάτων. Ἡ πίστις εἰς Χριστόν ὄχι μόνον δέν μετατρέπει τόν ἄνθρωπον εἰς ἕν παθητικόν ὄν, τό ὁποῖον, ὅπως ἐχλεύαζεν ὁ ποιητής, «προσμένει ἴσως κάποιο θάμα», ἀλλά εἰς μίαν ἐλευθέραν καί δυναμικήν ὀντότητα, ἡ ὁποία βλέπει τόν κόσμον ὡς πεδίον εὐθύνης καί δέχεται τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ «ἐργάζεσθαι… καί φυλάττειν» (πρβλ. Γέν. β’, 15) τήν κτίσιν, ὡς πρότασιν συνεργίας μετά τοῦ Δημιουργοῦ καί Κτίστου τῶν ἁπάντων.
Αἱ προσπάθειαι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας συνέβαλον εἰς τήν ἔνταξιν τῆς οἰκολογικῆς θεματικῆς εἰς τούς οἰκουμενικούς καί διαθρησκειακούς διαλόγους. Γενικώτερον, δέν ἀπηυθύν-θημεν μόνον πρός τούς χριστιανούς, ἀλλά πρός κάθε ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, καλοῦντες εἰς συστράτευσιν διά τήν προστασίαν τῆς «καλῆς λίαν» δημιουργίας. Ἀποτελεῖ εὐοίωνον σημεῖον τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ κατά τήν δεκαετίαν τοῦ 1970, ἡ οἰκολογία ἦτο ὑπόθεσις κυρίως ἐναλλακτικῶν κινημάτων διαμαρτυρίας, σήμερον εὑρίσκεται εἰς τό κέντρον τοῦ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος. Διακηρύσσεται ποικιλοτρόπως, ὅτι ἡ ἀειφόρος ἀνάπτυξις εἶναι μονόδρομος, εἶναι ἡ πορεία ἡ ὁποία διασφαλίζει τήν οἰκολογικήν ἰσορροπίαν εἰς τό παρόν καί τό μέλλον. Εἶναι αὐτονόητον ὅτι ἡ ἀειφορία ἔχει τούς ὅρους της: μίαν οἰκολογικήν οἰκονομίαν, ἀλλαγήν εἰς τήν βιομηχανικήν καί ἀγροτικήν παραγωγήν, εἰς τήν παραγωγήν καί χρῆσιν τῆς ἐνεργείας, εἰς τάς μεταφοράς καί τά μετακινήσεις, εἰς τήν ἄναρχον ἐπέκτασιν τῶν πόλεων. Ἡ βιώσιμος ἀνάπτυξις ἀπαιτεῖ προστασίαν τῶν θαλασσῶν, τῆς ἀτμοσφαίρας καί τῶν δασῶν, νέα καταναλωτικά πρότυπα, ὑπέρβασιν τῆς κτητικῆς στάσεως, σεβασμόν πρός τήν κτίσιν, ἕνα νέον οἰκοφιλικόν πολιτισμόν.
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,
Ὁ πολιτισμός εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, «ἡ φωλιά τοῦ ἀνθρώπου μέσα στή φύση». Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ἐξασφαλίζει τήν ἐπιβίωσίν του, ἀναποφεύκτως μέσα εἰς τήν φύσιν, ὀργανώνει τήν ζωήν καί τήν συμβίωσιν, ἐξασφαλίζει ἀνάπτυξιν καί δημιουργίαν. Τό «ὅτι» τοῦ πολιτισμοῦ ἀποτελεῖ κεντρικόν ἀνθρωπολογικόν δεδομένον, τό «πῶς» τοῦ πολιτισμοῦ ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπό ποικίλας ἱστορικάς καί ἄλλας συνθήκας, καί εἶναι αὐτό τό ὁποῖον διαφοροποιεῖ τούς πολιτισμούς καί κρίνει τήν ποιότητά των. Εἰς τήν ζωήν τῶν πολιτισμῶν ὑπάρχει ἐξέλιξις, πρόοδος ἀλλά καί ὀπισθοδρόμησις. Οἱ πολιτισμοί εἶναι λύσεις, ποτέ ὅμως λύσεις ὁριστικαί. Δέν εἶναι τυχαῖος ὁ λόγος περί τῆς «δυστυχίας μέσα εἰς τόν πολιτισμόν», τό γεγονός ὅτι κατασκευάζονται «οὐτοπίαι» ἑνός ἰδανικοῦ κόσμου, ὅτι ὑπάρχουν ἀπολυτοποι-ήσεις τῶν ἰδιαιτέρων πολιτισμῶν, ἀλλά καί ἀπορρίψεις τοῦ ἑκάστοτε ἰδιαιτέρου πολιτισμοῦ, τό ὄνειρον διά «ἐπιστροφήν εἰς τήν φύσιν», ἡ ὁποία, βεβαίως, εἶναι πάντοτε μία ἐπιστροφή εἰς ἕνα ἄλλον, διαφορετικόν πολιτισμόν. Δέν ὑπάρχει ὁ «φυσικός ἄνθρωπος», ἀφοῦ ὁ πολιτισμός, ὡς ἡ ἀπάντησις εἰς τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ὄν μέ ἐλλείψεις», ἀποτελεῖ τήν «δευτέραν φύσιν» τοῦ ἀνθρώπου.
Καί εἰς τήν ἐποχήν μας, τό ζητούμενον εἶναι τό «πῶς» τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς συμβιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς χρήσεως τῶν φυσικῶν πόρων, τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί τῆς πολεοδομίας, τῆς λειτουργίας τῶν θεσμῶν, τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῶν δικαιωμάτων του, τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης.
Ὁ σύγχρονος πολιτισμός κατατρύχεται ἀπό τήν κυριαρ-χίαν τῆς λογικῆς τοῦ ὠφελιμισμοῦ, ἀπό τήν «ἀπεριόριστον λατρείαν» τοῦ χρησίμου. Ἡ στάσις αὐτή ἀγνοεῖ τήν σημασίαν τῆς ἀναζητήσεως νοήματος ζωῆς πέραν ἀπό τό παρόν καί τάς στιγμιαίας ἱκανοποιήσεις του. Ὅπως ἔχει γραφῆ, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι «δεμένος στόν πάσσαλο τῆς στιγμῆς», δέν ἡρεμεῖ αὐτομάτως, μόλις ἱκανοποιηθοῦν αἱ ὑλικαί ἀνάγκαι του. Ὁ ὠφελιμισμός εἶναι κακός σύμβουλος καί δέν ἐπιτρέπει εἰς τόν ἄνθρωπον νά ἀτενίσῃ τό βάθος τῶν πραγμάτων. Ὁ ὠφελιμιστής βλέπει, ὅπως λέγει σύγχρονος στοχαστής, «τήν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά μέ τά μάτια τοῦ ξυλοκόπου», ὑλικόν πρός χρῆσιν καί ἐκμετάλλευσιν.
Διά νά συνδέσωμεν τάς σκέψεις αὐτάς ἀμεσώτερον μέ τήν θεματικήν τοῦ συνεδρίου μας, θά ἐλέγομεν, μέ τόν Δημήτριον Πικιώνην, ὅτι τό πρόβλημα, καί εἰς τόν χῶρον τῆς δημιουργικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, δέν συνδέεται μέ τάς ὑλικάς ἀνάγκας τῶν ἀνθρώπων, αἱ ὁποῖαι, οὕτως ἤ ἄλλως, πρέπει νά ἱκανοποιοῦνται, ἀλλά μέ τήν «παράνομη ἐξουσία πού οἱ πολλοί αὐθαίρετα παραχωροῦμε» εἰς αὐτάς (Δ. Πικιώνη, Κείμενα, ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1987, σ. 140). Πάντοτε ἡ ἀρχιτεκτονική ἐκφράζει μίαν πνευματικήν στάσιν ἀπέναντι εἰς τόν κόσμον, ἕνα τρόπον χρήσεως τοῦ κόσμου. Τό καθ᾿ ἡμᾶς παρελθόν διδάσκει, ὅτι «κάθε βυζαντινό οἰκοδόμημα εἶναι ἕνα εὐχαριστιακό γεγονός» (Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, γ’ ἔκδ., ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1989, σ. 320). Πρῶτον χαρακτηριστικόν ἑνός βυζαντινοῦ ναοῦ εἶναι «ὁ σεβασμός τοῦ ὑλικοῦ τῆς κατασκευῆς, ἡ προσπάθεια νά φανερωθεῖ ὁ ‘λόγος’ τοῦ ὑλικοῦ, … νά πραγματωθεῖ ὁ ‘διάλογος’ τοῦ ἀρχιτέκτονα μέ τό ὑλικό του» (ὅ. π., σ. 309). Οἱ ναοί καί αἱ ἱεραί μοναί εἶναι ἐντεταγμέναι ἁρμονικῶς μέσα εἰς τό φυσικόν περιβάλλον. Ὄχι μόνον δέν τό ἐπιβαρύνουν, ἀλλά ἀναδεικνύουν τό κάλλος του, εἶναι, ὡς κτίσματα, ὀργανικόν μέρος του. Ἀνθρώπινος πολιτισμός καί φυσικόν περιβάλλον εὑρίσκονται ἐδῶ εἰς ἰσορροπίαν καί ἁρμονίαν, γνωρίσματα, τά ὁποῖα δέν ἰσχύουν διά τήν συνύπαρξιν φυσικοῦ καί δομημένου περιβάλλοντος σήμερον. Περί αὐτοῦ ὅμως, εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θά διατυπωθοῦν λίαν ἐνδιαφέρουσαι ἀπόψεις εἰς τό παρόν Φόρουμ.
Ἡ πολυδιάστατος σύγχρονος κρίσις, ἀδελφοί καί τέκνα, εἶναι κρίσις τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλευθερίας του, τῆς θρησκείας καί τῆς φιλοσοφίας του, τοῦ ἤθους καί τοῦ πολιτισμοῦ του. Ἀπαιτεῖται ἀλλαγή προσανατολισμοῦ, νέα ἀξιολογία, μετάβασις ἀπό τήν κτητικήν εἰς τήν μετοχικήν στάσιν ζωῆς, ἀπό τό «δικαίωμα» εἰς τήν εὐθύνην καί τό καθῆκον, ἀπό τήν ἀσύστολον ἐκμετάλλευσιν τῆς φύσεως εἰς τήν «περιβαλλοντικήν προστακτικήν» σεβασμοῦ καί προστασίας της.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, συγχαίρομεν πάντας τούς κοπιάσαντας διά τό παρόν συνέδριον, συνδιοργανωταί τοῦ ὁποίου εἶναι τό Εὐρωπαϊκόν Κέντρον Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Μνημείων καί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, μέ πρώτους τήν Δρα κυρίαν Φλώραν Καραγιάννη καί τόν καθηγητήν π. Ἰωάννην Χρυσαυγῆν, καί ἐκφράζομεν τάς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριότητος πρός τήν Γενικήν Πρόξενον τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα, εὐγενεστάτην κυρίαν Γεωργίαν Σουλτανοπούλου, διά τήν ὁλοπρόθυμον παραχώρησιν τοῦ Σισμανογλείου Μεγάρου. Χαιρετίζοντες τήν παρουσίαν πάντων ὑμῶν εἰς τήν ὡραίαν ταύτην ἐκδήλωσιν, κηρύσσομεν τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Φόρουμ: «Οἰκουμενική Πρωτοβουλία διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ πολιτισμοῦ», εὐχόμενοι ἐπιτυχῆ κατά πάντα διεξαγωγήν αὐτοῦ.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!