Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Χαλκηδόνος κύριε Ἐμμανουήλ, Πρόεδρε τοῦ Συνεδρίου,
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Εὐλαβέστατοι πατέρες,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί καί Εἰσηγηταί,
Ἀγαπητοί Σύνεδροι,
Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Μετά πολλῆς χαρᾶς συμμετέχομεν εἰς τό ἐπιστημονικόν τοῦτο Συνέδριον, μέ θέμα «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ΙΕ’ – ΙΣΤ’ αἰῶνες: Ἡ ἐποχή τῆς ἀνασυντάξεως». Συγχαίρομεν τούς σχόντας τήν πρωτοβου-λίαν δι᾿ αὐτό καί τούς ὀργανωτάς, τόν ἀδελφόν ἅγιον Χαλκηδόνος καί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν παρόντων καθηγητῶν, τάς Θεολογικάς Σχολάς Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης καί τά δύο ἱστορικά Πανεπιστήμια εἰς τά ὁποῖα ἀνήκουν. Ἐκφράζομεν τήν ἱκανοποίησιν τῆς ἡμῶν Μετριότητος διά τό γεγονός ὅτι ἡ ὀργάνωσις συνεδρίων μέ θέμα τήν ἱστορικήν πορείαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔχει καταστῆ θεσμός.
Ἡ Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δραματική κατάληξις τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, ἀπετέλεσε, παραλλήλως, μίαν μεγάλην τομήν τόσον εἰς τήν εὐρωπαϊκήν, ὅσον καί εἰς τήν ὀθωμανικήν ἱστορίαν. Ἡ Βασιλεύουσα, τήν 29ην Μαΐου τοῦ 1453, κατεκτήθη μέ τήν δύναμιν τῶν ὀθωμανικῶν ὅπλων. Συμφώνως λοιπόν πρός τό μουσουλμανικόν δίκαιον, δέν ὑπῆρχε καμμία δυνατότης νά τύχουν οἱ κάτοικοί της κάποιων προνομίων. Καί ὅμως, ὀκτώ περίπου μῆνας μετά τήν Ἅλωσιν, γνωρίζομεν ὅτι ἐπανελειτούργησε μέ τήν ἄδειαν τοῦ Κατακτητοῦ τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ὁ δεύτερος εἰς πολιτικήν σημα-σίαν θεσμός εἰς τήν Βυζαντινήν Αὐτοκρατορίαν. Ἔχει σημασίαν νά τονίσωμεν, ὅτι ἐπικεφαλῆς δέν διωρίσθη κάποιος ἱερωμένος προκει-μένου νά καλύπτῃ τάς θρησκευτικάς ἀνάγκας τῶν κατακτηθέντων χριστιανῶν, πρακτική πού οἱ ὀθωμανοί εἶχον ἐφαρμόσει εἰς διαφόρους βυζαντινάς ἐπαρχίας, αἱ ὁποῖαι ὅμως εἶχον ἐνσωματωθῆ εἰς τήν κυριαρχίαν των χωρίς πολεμικάς ἐπιχειρήσεις. Τήν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων τοῦ ἔτους 1454, ἡμέραν πλήρη συμβολισμῶν διά τούς κατακτηθέντας χριστιανούς, γνωρίζομεν ὅτι, μετά ἀπό ἐπίσημον ἄδειαν, ἐπαναλειτουργεῖ τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ὡς εἷς σημαντικός θεσμός, τοῦ ὁποίου ὁ ἐπικεφαλῆς, ὄχι μόνον θά διατηρῇ τόν ἴδιον τίτλον πού εἶχε καί εἰς τό Βυζάντιον, «Ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καί οἰκουμενικός πατριάρχης», ὄχι μόνον θά ἑδρεύῃ εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τήν πόλιν πού ἐπί αἰῶνας ὑπῆρξεν ἡ πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αυτοκρατορίας καί ὅπου θά μεταφερθῇ, εἰς μικρόν διάστημα, ἀπό τήν Ἀδριανούπολιν καί ἡ πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῶν Ὀθωμανῶν, ἀλλά ὁ θεσμός θά διατηρῇ τάς ἰδίας διοικητικάς ἁρμοδιότητας πού εἶχεν εἰς τό βυζαντινόν κράτος καί θά ἐφαρμόζῃ τό ἴδιον δίκαιον.
Εἶναι προφανές ὅτι μία πολιτική λογική ὑπηγόρευσεν ὅλας αὐτάς τάς κρισίμους ἀποφάσεις εἰς τόν τότε ἀρχηγόν τοῦ κράτους τῶν Ὀθωμανῶν Μεχμέτ Β’, μία πολιτική, πού εἴτε ὁ ἴδιος τήν ἐνεπνεύσθη, εἴτε τοῦ τήν ἐκαλλιέργησαν σύμβουλοί του, μεταξύ τῶν ὁποίων καί κάποιοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προήρχοντο ἀπό βυζαντινάς ἐπαρχίας πού εἶχον ἤδη ἐνταχθῆ εἰς τό ὀθωμανικόν κράτος.
Ἡ κατάκτησις τῆς πρωτευούσης τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, μέ ὅλους τούς συμβολισμούς πού τήν περιέβαλλεν, ὑπέβαλεν εἰς τόν Πορθητήν τήν φιλοδοξίαν νά διευρύνῃ τόν ρόλον του καί, χωρίς νά χάσῃ τόν ρόλον τοῦ «γαζῆ», νά ἐμφανισθῇ καί ὡς αὐτοκράτωρ, ἔχων εἰς τήν κυριαρχίαν του πολλαπλάς θρησκευτικάς κοινότητας. Ἡ ἄδεια νά ἐκλεγῇ, ὀλίγους μῆνας μετά τά πολεμικά γεγονότα, νέος Πατριάρχης εἰς τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, κενόν ἀπό τό 1451, καί ἡ ἐπιλογή τοῦ ἀνθενωτικοῦ Γενναδίου Σχολαρίου ὡς πρώτου μετἀ τήν Ἅλωσιν Πατριάρχου ὑποδηλώνει, ὅτι ὁ Πορθητής ἦτο ἐνημερωμένος διά τάς ἐκκλησιαστικάς διαμάχας πού ἐταλάνιζον τότε τήν κοινωνίαν τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
Ὅποια ὅμως καί ἄν ἦσαν τά κίνητρα, γεγονός παραμένει πώς οἱ ἡττημένοι εἰς τάς πολεμικάς ἐπιχειρήσεις χριστιανοί εἶδον, ὀλίγον μετά τήν Ἅλωσιν, τήν ἐπαναλειτουργίαν τοῦ βασικοῦ βυζαντινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ, τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, μέ τάς ἰδίας διοικητικάς ἁρμοδιότητας, εἰς κάποιας μάλιστα περιπτώσεις εὐρυτέρας, δεδομένου ὅτι ἡ δικαιοδοσία του δέν περιωρίζετο εἰς ζητήματα γάμου καί εἰς ὑποθέσεις οἰκογενειακοῦ δικαίου, ἀλλά ἐξετείνετο εἰς πολλά ἀκόμη νομικά ζητήματα: ἀνεγνωρίσθη ἡ ἁρμοδιότης τοῦ συνοδικοῦ δικαστηρίου τοῦ Πατριαρχείου νά ἐκδικάζῃ διαφοράς ἀστικῆς φύσεως πού ἀνέκυπτον ἀπό σχέσεις μεταξύ στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί βεβαίως ἀστικάς διαφοράς μεταξύ τῶν χριστιανῶν. Μέ ἐγκύκλιον γράμμα του, τό ὁποῖον σώζεται ἕως τάς ἡμέρας μας, ὁ πρῶτος μετά τήν Ἅλωσιν Πατριάρχης Γεννάδιος, προτρέπει τούς χριστιανούς νά τηροῦν, βεβαίως, «τούς χρυσοῦς τοῦ Εὐαγγελίου νόμους», ἀλλά καί τούς «κρατήσαντας νόμους ἐν τῇ τῶν χριστιανῶν εὐσεβεστάτῃ πολιτείᾳ». Ἡ ἱστορική στιγμή, τό 1454, κατά τήν ὁποίαν ἀποστέλλεται τό γράμμα καί ἡ ἐπισημότης μέ τήν ὁποίαν περιβάλλεται, μᾶς βεβαιώνει, ὅτι ὁ Πατριάρχης δέν προέτρεπεν εἰς ἀνυπακοήν, ἀλλά ἐκινεῖτο ἀπολύτως ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς νομιμότητος, ὅπως αὐτή εἶχε μόλις προσδιορισθῆ ὑπό τῶν κρατούντων.
Δέν πρέπει ὡστόσο νά μᾶς διαφύγῃ ὅτι ὁ πανίσχυρος κατά τά ἄλλα Πορθητής συνήντησεν ἰσχυράν ἀντιπολίτευσιν διά τήν ἀπόφασίν του νά εὐνοήσῃ τούς κατεκτημένους ὀρθοδόξους, καθώς εἶχον κατακτηθῆ μέ τήν δύναμιν τῶν ὅπλων. Ἡ ἀντιπολίτευσις αὐτή ἑστιάσθη εἰς ἕν θεολογικόν ζήτημα. Συμφώνως πρός τό μουσουλμα-νικόν δίκαιον, μόνον αἱ μονοθεϊστικαί θρησκεῖαι δύνανται νά τύχουν προνομίων καί διευκολύνσεων. Ἡ χριστιανική ὅμως θρησκεία δέν ἐμπίπτει εἰς αὐτήν τήν κατηγορίαν, ἀφοῦ πιστεύει εἰς τόν «Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Εἶναι γνωστόν, καί μάλιστα ἀπό τά ἔγκυρα χείλη τοῦ ἰδίου τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου, ὅτι προκειμένου νά ὑπερβαθῇ καί αὐτός ὁ σκόπελος, ὁ Σουλτάνος τόν ἐπεσκέφθη καί ἐζήτησεν ἀπό τόν Γεννάδιον νά τοῦ ἐξηγήσῃ, πῶς τό τρισυπόστατον τῆς ὀρθοδόξου πίστεως δύναται νά ἐκληφθῇ ὡς μονοθεϊστική πίστις καί, κατά συνέπειαν, νά δικαιολογῇ τήν εὐνοϊκήν μεταχείρισιν πού προβλέπει τό Κοράνιον. Μετά τήν συζήτησίν των τοῦ ἐζήτησε νά καταγράψῃ ὅσα τοῦ ἐξέθεσε καί νά φροντίσῃ, ὥστε τό κείμενον αὐτό νά μεταφρασθῇ καί εἰς τά ἀραβο-τουρκικά, διά νά καταστῇ εὐρυτέρως γνωστόν. Σώζονται πολλά χειρόγραφα μέ τό ἑλληνικόν κείμενον, ξεχωρίζει ὅμως ἕν, πού εἶναι αὐτόγραφον τοῦ Γενναδίου καί τό ὁποῖον φυλάσσεται εἰς τήν Ἐθνικήν Βιβλιοθήκην τῆς Γαλλίας, εἰς Παρισίους. Ἡ διαμάχη εἰς τούς κόλπους τῶν Ὀθωμανῶν διά τό θέμα αὐτό ἐσυνεχίσθη ἐπί πολλά ἀκόμη ἔτη. Ἔχομεν τήν μαρτυρίαν καί πάλιν τοῦ Γενναδίου, ὁ ὁποῖος εἶχε πλέον ἀποσυρθῆ εἰς τήν μονήν Προδρόμου εἰς τάς Σέρρας. Τό 1470 τόν ὑπεχρέωσαν, ἀφηγεῖται ὁ ἴδιος, νά παραστῇ εἰς μίαν συγκέντρωσιν Ὀθωμανῶν καί νά τούς ἐξηγήσῃ διατί ἡ ὀρθόδοξος θρησκεία εἶναι μονοθεϊστική, δεκαέξ ἔτη μετά τήν ἄδειαν ἐπαναλειτουργίας τοῦ Πατριαρχείου!
Ἡ δευτέρα μετά τό 1454 σημαντική χρονολογία διά τήν μεταβυζαντινήν ἱστορίαν τοῦ Πατριαρχείου ἐγγράφεται εἴκοσι ἔτη ἀργότερον, ὅταν τό 1474 μέ πρωτοβουλίαν κάποιων χριστιανῶν, τό Πατριαρχεῖον θά ἐπιδιώξῃ νά συνδεθῇ μέ ἕνα ἰσχυρόν μηχανισμόν τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους. Ἀπό πατριαρχικήν πηγήν ἔχομεν τήν πληροφο-ρίαν ὅτι ἀπό χριστιανούς προῆλθεν ἡ πρωτοβουλία νά ἐμπλακῇ ὁ θεσμός εἰς τόν σημαντικώτερον καί ἀσφαλέστερον μηχανισμόν τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους, τόν φορολογικόν: νά ἀναλάβῃ δηλαδή τό Πατριαρχεῖον νά συγκεντρώνῃ καί νά ἀποδίδῃ κάθε Ἀπρίλιον ἕνα φόρον πού θά εἰσπράττῃ ἀπό τούς χριστιανούς. Ἄν αἱ πολιτικαί φιλοδοξίαι τοῦ Πορθητοῦ ἦσαν εἷς ἀποφασιστικός λόγος διά νά συνεχίσῃ ὁ θεσμός τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τήν μεταβυζαντινήν πορείαν του, ἡ πρωτοβουλία τοῦ 1474 ἔθετε τό θέμα καί εἰς μιάν ἄλλην σταθεράν βάσιν. Τά σουλτανικά μπεράτια, πού ἐξεδόθησαν μετά τό 1474 καί ἀνεφέροντο εἰς τόν διορισμόν Πατρι-αρχῶν, τονίζουν ἐμφαντικά τήν χρησιμότητα τοῦ θεσμοῦ διά τό ὀθωμανικόν δημόσιον.
Ἡ ἄλλη σημαντική χρονολογία διά τήν ἐσωτερικήν, τήν φοράν αὐτήν, ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀπόφασις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1483/1484, μέ τήν ὁποίαν ἀνετράπησαν καί εἰς τό ἐπίπεδον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου ὅσα εἶχον ἀποφασισθῆ εἰς τήν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας διά τήν Ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν τό 1439. Αὐτή ἡ ἀπόφασις ἐπέτρεψε τήν ἀνασύνδεσιν τοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Βλέπομεν, ὅτι ζῶντος ἀκόμη τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου καί ὁλίγον χρόνον μετά τήν κοίμησίν του, εἶχον τεθῆ αἱ βάσεις διά τήν πορείαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί τοῦ Γένους κατά τήν περίοδον τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Ὅ,τι ἠκολούθησε καί ἐξησφάλισε τήν μεταβυζαντινήν πορείαν τοῦ Πατριαρχείου ἦσαν, ὅπως θά ἔλεγεν ὁ Κωνσταντῖνος Καβάφης, αἱ ποικίλαι «στοχαστικαί προσαρμογαί», ἡ θαρραλέα ἀντιμετώπισις τῶν ἐκτάκτων καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι συνεδέοντο μέ τήν ἑκάστοτε στάσιν τῶν Σουλτάνων, μέ τάς εὐρυτέρας ἐξελίξεις εἰς τάς ἐξωτερικάς σχέσεις τῆς Αὐτοκρατορίας καί μέ ἄλλα γεγονότα.
Ἡ Ἐκκλησία ἠγωνίσθη σθεναρῶς διά τήν περιφρούρησιν τῆς θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς ταυτότητος τῶν ὑποδούλων καί τῆς παιδείας, ἀνοδική πορεία τῆς ὁποίας παρατηρεῖται κατά τάς τελευταίας δεκαετίας τοῦ 16ου αἰῶνος. Ἡ ἐξέλιξις αὐτή θά συμβάλῃ οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἀναζωογόνησιν τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους ὡς κληρονόμου καί συνεχιστοῦ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καί τῆς χριστιανικῆς – βυζαντινῆς πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς κληρονομίας.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, βέβαιοι ὅτι εἰς τήν ἐπιστημονικήν ταύτην συνάντησιν θά ἀκουσθοῦν λίαν ἐνδιαφέρουσαι ἀπόψεις διά τήν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνας μετά τήν Ἅλωσιν, ἐκφράζοντες δέ ἅπαξ ἔτι τόν ἔπαινον τῆς ἡμῶν Μετριότητος διά τήν ὀργάνωσιν τοῦ Συνεδρίου, κηρύσσομεν, ἔμπλεοι πνευματικῆς εὐφροσύνης, τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας.