* * *
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Ἀδριανουπόλεως, ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ κ. Ἀμφιλόχιε,
Ἱερώτατοι λοιποὶ ἀδελφοὶ Ἀρχιερεῖς,
Εὐλαβέστατοι λοιποὶ Κληρικοί,
Εὐλογημένα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ἡ ὡραία καὶ περιάκουστος πόλις τῆς Ἀδριανουπόλεως, ἡ ἀρχαία Ὀρεστιὰς τῶν Ἑλλήνων, ἡ κατόπιν Ἀδριανούπολις τῶν Ρωμαίων καὶ ἀργότερον, ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰῶνα, πρωτεύουσα τῶν Ὀθωμανῶν, πέραν τῆς οὕτως ἤ ἄλλως πλουσίας ἱστορίας της καὶ τῆς λίαν ἀξιολόγου πολιτιστικῆς εἰσφορᾶς της, ἐχάρισε καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διαπρεπεῖς Πατριάρχας, ὅπως οἱ ἀοίδιμοι προκάτοχοι ἡμῶν Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Α΄, ὁ ἐπωνομασθεὶς «Νέος Χρυσόστομος» καὶ Διονύσιος ὁ Ε΄ ὁ Χαριτωνίδης, ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος ὁ Ε΄. Ἔδωσε προσέτι καὶ πολλοὺς Ὁσίους, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἐπίσκοποι Ἀδριανουπόλεως Μανουὴλ, Φίλιππος, Λούκιος, Νικόλαος ὁ Ἐλεήμων καὶ Μυροβλύτης καὶ Μιχαήλ, οἱ Κτήτορες τῆς Ἁγιορειτικῆς Μονῆς Βατοπαιδίου Ἀθανάσιος, Ἀντώνιος καὶ Νικόλαος καὶ πλεῖστοι ἄλλοι. Ἔδωσε Μάρτυρας καὶ Νεομάρτυρας, ἐν οἷς καὶ ὁ Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος ὁ Πρώϊος, ὁ ὁποῖος ἡγίασε τὸ Μέγα Ρεῦμα τοῦ Βοσπόρου διὰ τοῦ αἵματός του καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ κορυφαῖον ὅλων ἔδωσε λαμπρὸν Ἱερομάρτυρα τὸν ἀπὸ Ἀδριανουπόλως Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κύριλλον τὸν Στ΄, τὸν ὁποῖον διὰ σχετικῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τοῦ παρελθόντος Ἰανουαρίου ἐπισήμως κατεγράψαμε εἰς τὰς Ἁγιολογικὰς Δέλτους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡρίσαμε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του ἐπισήμως καὶ πανηγυρικῶς, ὅπως τοῦ ἀξίζει, κατὰ τὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ.
Καὶ ἰδοὺ σήμερον, μέσα εἰς Ἀναστάσιμον ἀτμόσφαιραν καὶ κλῖμα φωτεινὸν καὶ Πασχάλιον, ἤλθαμε λαμπαδηφόροι εἰς τὴν γενέτειρά του καὶ Μητρόπολίν του, καὶ τόπον τελικῶς τοῦ σεπτοῦ Μαρτυρίου του, διὰ νὰ ἐπιτελέσωμεν τὸ πρῶτον ἐπισήμως τὴν ἐτήσιον μνήμην του, νὰ τὸν δοξάσωμεν, νὰ ὑποκλιθῶμεν ἐνώπιον τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς θυσίας του, καὶ νὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὶς πρὸς Θεὸν ἅγιες πρεσβεῖες του ὑπὲρ ἡμῶν, ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὲρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους καὶ ὑπὲρ τῆς Οἰκουμένης!
Κύριλλος ὁ ΣΤ΄, κατὰ κόσμον Κωνσταντῖνος Σερπετζόγλου, ἐγεννήθη ἐνταῦθα τὸ 1769 ἐξ εὐσεβῶν γονέων καταγομένων ἀπὸ τὴν Καισάρειαν. Ἔτσι ἐγαλουχήθη νηπιόθεν μὲ τὴν ὑποδειγματικὴν Καππαδοκικὴν εὐσέβειαν, ἐμελέτα ἀπὸ πέντε ἐτῶν συστηματικῶς τὸ Ψαλτήριον, προσηύχετο πολὺ καὶ ἐνήστευε καὶ ἀπέκτησε στερεὰς πνευματικὰς βάσεις, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἡ Θεία Χάρις ἐπύργωσε βαθμηδὸν τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός. Ἡ μεγάλη εὐλάβεια, ἡ σεμνότης καὶ ἡ φιλομάθειά του δὲν διέλαθον τῆς προσοχῆς τοῦ τότε Μητροπολίτου Ἀδριανουπόλεως καὶ ἀργότερον Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Καλλινίκου τοῦ Ε΄. Τὸν ἀνέλαβε λοιπὸν ἐνωρίτατα ὑπὸ τὴν προστασία του καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ σπουδάσῃ. Ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν Σχολὴν τῆς Ἀδριανουπόλεως μὲ λαμπρὰς ἐπιδόσεις. Γρήγορα τὸν ἐχειροτόνησε Διάκονο, ἐνῶ ὅταν ἐκεῖνος ἀνεδείχθη Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τὸν κατέστησε Μέγαν Ἀρχιδιάκονόν του τὸ 1801. Ὡς Μέγας Ἀρχιδιάκονος τοῦ Καλλινίκου ἀνέπτυξε σπουδαία δραστηριότητα σὲ ἐκπαιδευτικὰ κυρίως ζητήματα καὶ ἐξεκίνησε τὴν ἀνασύστασι τῆς Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς εἰς τὴν Ξηροκρήνην, τὴν ὁποία ἀργότερον ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης θὰ ἐνίσχυε καὶ θὰ ἀνύψωνε μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις. Τὸ 1803 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἰκονίου, ὅπου διέπρεψε ἐπὶ ἑπταετίαν περίπου. Ἵδρυσε Σχολεῖα, ἐβοήθησεν ἀπόρους μαθητὰς νἀ σπουδάσουν, διένειμε βιβλία πρὸς διαφωτισμὸν καὶ ἐνίσχυσιν τῆς πίστεως τοῦ ποιμνίου του, και, καθὼς μέγα μέρος αὐτοῦ ἦσαν τουρκόφωνοι, ἐχρησιμοποίησε εὐρύτατα τὴν τουρκικὴν γλῶσσαν τόσον εἰς τὸ κήρυγμα, ὅσον καὶ εἰς τὴν Θείαν Λατρείαν. Είσήγαγε τὰ λεγόμενα «Καραμανλήδικα», ἤτοι τουρκικὰ δι’ ἑλληνικῶν χαρακτήρων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶχε θετικώτατα ἀποτελέσματα. Τὸ 1810, ἀποθανόντος τοῦ Μητροπολίτου Γαβριήλ, κοινῇ ἀπαιτήσει κλήρου καὶ λαοῦ τῆς Ἀδριανουπόλεως κατεστάθη Μητροπολίτης τῆς γενετείρας του, εἰς τὴν ὁποίαν ἔδωσε ὅλην του τὴν ἀγάπην καὶ ἠγωνίσθη μετὰ ζήλου διὰ τὴν πνευματικήν, ἐκπαιδευτικὴν καὶ κοινωνικὴν πρόοδόν της, καταβαλὼν ἐργώδεις προσπαθείας. Μάλιστα συνέταξε τότε καὶ ἐξέδωκε ἐπίτομον Βουλγαρο-Ἑλληνικὸν Λεξικόν, πρὸς βοήθειαν τοῦ διγλώσσου ποιμνίου του. Λαμπραὶ ἦσαν διὰ τὸν τόπον αὐτὸν καὶ ὅλην τὴν πέριξ περιοχὴν αἱ ἡμέραι τῆς ποιμαντορίας τοῦ καλοῦ Ποιμένος Κυρίλλου! Ἀλλὰ μόλις μετὰ τριετίαν, εἰς τὰς 4 Μαρτίου 1813, ἐκλήθη νὰ κοσμήσῃ τὸν ἅγιον Ἀποστολικὸν καὶ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχικὸν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ἡλικίαν μόλις σαραντατεσσάρων ἐτῶν, ὡς Κύριλλος ὁ ΣΤ΄. Ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης διεκρίθη διὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ ἤθους καὶ τοῦ βίου του, διὰ τὴν φιλομουσίαν του καὶ τὴν κηρυκτικήν του δεινότητα. Ἵδρυσε τὴν Πατριαρχικὴν Σχολὴν Βυζαντινῆς ΄Εκκλησιαστικῆς Μουσικῆς μὲ τοὺς τρεῖς περιφήμους διδασκάλους καὶ εἰσηγητὰς τῆς νέας μεθόδου, τὸν Χρύσανθον Μαδυτηνὸν, τὸν Γεώργιον Χουρμούζιον καὶ τὸν Λαμπαδάριον Γρηγόριον. Ἐμερίμνησε διὰ τὴν μεταγραφὴν ὅλων τῶν παλαιῶν μουσικῶν βιβλίων εἰς τὴν νέαν ἀναλυτικὴν μέθοδον καὶ προσεκάλεσε ἀπὸ ὅλας τὰς Ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου ὡς ὑποτρόφους του ἐπὶ διετίαν ὅσους ἤθελαν νὰ σπουδάσουν τὴν Βυζαντινὴν Μουσικήν. Ἐπανελειτούργησε τὴν Πατριαρχικὴν Μεγάλην τοῦ Γένους Σχολήν εἰς τὴν ὁποίαν διώρισε Σχολάρχην τὸν πολὺν Κωνσταντῖνον Κούμαν, Διδάσκαλον τοῦ Γένους, καὶ πολὺ ἐκοπίασε διὰ τὴν πρόοδόν της. Ἐπανασυνέστησε δὲ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν Σχολὴν τῆς Τραπεζοῦντος, τὸ περίφημον «Φροντιστήριον». Ἐπανελειτούργησεν ἐπίσης τὸ Πατριαρχικὸν Τυπογραφεῖον καὶ ἀνεδιοργάνωσε τὸ Νοσοκομεῖον τοῦ Γένους. Ἐκήρυττε ἀνελλιπῶς, ἐξέδωσε διάφορα βιβλία καὶ ὁμιλίας ἐκκλησιαστικάς, 108 εἰς τὴν ἑλληνικὴν καὶ 50 εἰς τὴν τουρκικήν, ποιητικὴν συλλογὴν ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἱερογραφικὴ Ἁρμονία» μὲ ἔργα διαπρεπῶν ὑστεροβυζαντινῶν ποιητῶν, ἱστορικὴν περιγραφὴν τῆς περιοχῆς Ἀδριανουπόλεως, καθὼς καὶ μελέτας γεωγραφικοῦ περιεχομένου, ὅπως τὰ «Γεωγραφικὰ τῆς Ἀρχισατραπείας τοῦ Ἰκονίου» καὶ ἄλλα. Εἰς τὰς 13 Δεκεμβρίου 1818, συνεπείᾳ ἀκάμπτου καὶ ἀδιαπραγματεύτου Σουλτανικῆς ἀπαιτήσεως, ἐξηναγκάσθη νὰ ὑποβάλῃ παραίτησιν ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου καὶ νὰ ἀποσυρθῇ εἰς τὴν ἀγαπημένην του Ἀδριανούπολιν ὡς σχολάζων Πατριάρχης πρώην Κωνσταντινουπόλεως. Μετὰ τὴν καταδίκην καὶ τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ διαδόχου του Πατριάρχου Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα 10 Ἀπριλίου 1821, ἦλθε καὶ ἡ δική του ἡ σειρά. Αὐστηρὸν φιρμάνιον διέτασσε καὶ τὸν δικόν του ἀπαγχονισμόν, «φέροντος τὴν ἐνδυμασίαν τῆς ἰδιότητός του». Ἔτσι, τὴν 18ην Ἀπριλίου, Δευτέραν τοῦ Θωμᾶ, ὁδηγεῖται ἥρεμος καὶ εἰρηνικὸς «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν». Τὸ σεβάσμιον λείψανον τοῦ φθαρτοῦ σαρκίου του ἐρρίφθη εἰς τὸν Ἕβρον, προκειμένου νὰ τὸ ἀφανίσῃ τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ. Κατὰ θείαν ὅμως οἰκονομίαν ἀνευρέθη ὑπὸ εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ καὶ ἐτάφη μυστικῶς εἰς τὴν οἰκίαν του εἰς τὸ Πύθιον, ὅπου ἤρχισε νὰ στηρίζῃ διὰ πολλῶν θαυμάτων τὴν πίστιν καὶ τὸ φρόνημα τῶν Χριστιανῶν. Δυστυχῶς, μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴν τῶν πληθυσμῶν τὰ τίμια λείψανα τοῦ Ἱερομάρτυρος μετεφέρθησαν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἐχάθησαν τὰ ἴχνη των, πλὴν μικροῦ τεμαχίου θησαυριζομένου εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Στ΄ ἀποτελεῖ προστάτην Ἅγιον ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, Ἑλλήνων, Βουλγάρων, Τουρκοφώνων καὶ λοιπῶν, ὅλης τῆς Θράκης ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῶν κρατικῶν συνόρων, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῶν Μητροπόλεών του Ἀδριανουπόλεως καὶ Ἰκονίου, καθὼς καὶ τῆς Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίου, ἐκ τῶν Νέων Χωρῶν. Καὶ ὀφειλετικῶς ἐπαινοῦμεν τὸν φιλάγιον ζῆλον τῶν ἀμέσως ἐνδιαφερομένων Ἱερωτάτων Ἀδελφῶν Μητροπολιτῶν Ἀδριανουπόλεως κ. Ἀμφιλοχίου καὶ Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίου κ. Δαμασκηνοῦ, καθὼς καὶ τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου του κυροῦ Νικηφόρου, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐφείσθησαν κόπου καὶ χρόνου καὶ ἐργωδῶν προσπαθειῶν διὰ τὴν ἐπαξίαν προβολήν, ἀνάδειξιν καὶ τιμὴν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ΣΤ΄!
Εἰς τὰς δυσκόλους ἡμέρας μας, κατὰ τὰς ὁποίας Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ σφαγιάζουν Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἐν Οὐκρανίᾳ, πυρπολοῦν πόλεις, λεηλατοῦν οἰκίας καὶ κασταστήματα, ἐξωθοῦν καὶ ἀναγκάζουν εἰς ἐκπατρισμὸν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, ἀποκλείουν ἐνεργειακῶς χώρας καὶ λαούς, ἀπειλοῦν μὲ πυρηνικὸν ὄλεθρον τὴν οἰκουμένην, καὶ γενικῶς ἀνατρέπουν ἄρδην τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸ ἦθος τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τρόπον δαιμονικόν, μὲ θέρμην πολλὴν ἐπικαλούμεθα τὴν βοήθειαν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ τὰς πρὸς Θεὸν ἐκτενεῖς πρεσβείας του, νὰ καταπαύσῃ Ἐκεῖνος τὸν ὀλέθριον πόλεμον καὶ νὰ χαρίσηται τὴν εἰρήνην Του εἰς τὴν πολύπαθον χώραν καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον!
Αἴροντες, τέλος, χεῖρας, εὐλογοῦμεν Πατριαρχικῶς καὶ πατρικῶς ἀπὸ μέσης καρδίας τὴν ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ἁγἰου Ἱερομάρτυρος προκατόχου ἡμῶν Ὀρθόδοξον Κοινότητα καὶ Ἱερὰν Μητρόπολιν τῆς Ἀδριανουπόλεως, ἡ ὁποία ἐπ’ ἐσχάτων ἤρχισε νὰ θάλλῃ ὑπὸ τὴν ποιμαντορίαν τοῦ ἀγαπητοῦ ἁδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου κ. Ἀμφιλοχίου καὶ εὐχόμεθα εἰς πάντα τὰ εὐσεβῆ τέκνα αὐτῆς πλουσίαν τὴν Χάριν, τὸ Φῶς καὶ τὴν χαρὰν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ!
Χριστὸς ἀνέστη!
Χριστὸς Βοσκρὲσε!
Ισά Ντιριλντί!