* * *
Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Εὐγενεστάτη κυρία Γενική Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ Πόλει,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Προσφιλέστατοι ἐκπαιδευτικοί, μαθηταί καί μαθήτριαι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Τιμῶμεν σήμερον τούς τρεῖς «οἰκουμενικούς διδασκάλους», τόν οὐρανοφάντορα θεολόγον Μέγαν Βασίλειον, τόν φιλόθεον ἀσκητήν, τόν πτωχοτρόφον καί προστάτην τῶν ἐν ἀνάγκαις καί «νέον σιτοδότην»· τόν Γρηγόριον τόν Θεολόγον, τόν «θερμότατον ὑπέρμαχον τῆς Τριάδος», διά τῆς βαθυστοχάστου θεολογίας τοῦ ὁποίου θεολογοῦμεν μέχρι τῆς σήμερον, ἀλλά καί ψάλλομεν καί προσευχόμεθα διά τῶν ἐξόχων ποιητικῶν λόγων του, καί τόν Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον, τόν «διδάσκαλον τῆς Θείας Εὐχαριστίας», τόν «προφήτην τῆς φιλανθρωπίας», κατά τόν μακαριστόν π. Γεώργιον Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι εἰς τά κείμενα τοῦ Χρυσορρήμονος «ὑπάρχει κάποια ἀσυνήθιστη γεύση ἐπικαιρότητας» (Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σσ. 93 καί 103).
Εὐγνωμονοῦμεν τούς Τρεῖς Ἱεράρχας διά τούς ἀγῶνας των ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, διά τήν εὔορκον ἐκκλησιαστικήν των διακονίαν καί τήν φιλάνθρωπον δρᾶσιν των, διά τό ἐνδιαφέρον των διά τήν νεότητα καί τήν παιδείαν της, διά τήν προσφοράν των εἰς τήν θεολογίαν, εἰς τήν δημιουργικήν σύζευξιν ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί Χριστιανισμοῦ. Οἱ μεγάλοι Πατέρες κατώρθωσαν νά διατυπώσουν μέ μοναδικόν τρόπον τήν ἐμπειρίαν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας διά τῆς χρήσεως τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας. Ἡ ἐνασχόλησις μέ τήν φιλοσοφίαν δέν ἦτο δι᾿ αὐτούς ἁπλῶς μία θεωρητική ὑπόθεσις, ἀλλά εἶχε κίνητρον ὑπαρξιακόν καί οὐσιαστικήν σωτηριολογικήν ἀναφοράν.
Ὀρθῶς ἔχει γραφῆ ὅτι ἡ συνάντησις Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ ὠφέλησεν ἀμφοτέρους. Ὅπως σημειώνει ὁ Βασίλειος Τατάκης, «μέσα στή χριστιανική διδασκαλία καί μέ αὐτήν ὁλοκληρώνεται ὁ ἑλληνικός λόγος, ἀφοῦ ὕστερα ἀπό τήν ἀναφορά του κατά τήν ἀρχαιότητα στά ῾κατά κόσμον᾿, τώρα κυρίως ἀναφέρεται στά ῾ὑπέρ κόσμον᾿ καί ῾ὑπέρ λόγον᾿. Αὐτά τώρα προσπαθεῖ νά κατανοήσει καί νά προσδιορίσει τήν πρέπουσα ἀπέναντί των στάση» (Ἀπομνημονεύματα, MIET, Ἀθήνα 1993, σ. 512). Καί ὁ Χριστιανισμός ἀπευθύνεται πλέον μέ ἀξιώσεις εἰς τό συνυφασμένον μέ τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν καί παιδείαν πολιτισμικόν περιβάλλον, διαλέγεται μέ τόν πολιτισμόν καί ἐκφράζει μέ δυναμισμόν τήν εὐαγγελικήν διδασκαλίαν. Ἡ πίστις εἰς Χριστόν δέν ἀπαιτεῖ τό sacrificium intellectus, τήν θυσίαν τοῦ λόγου, ἀλλά ἐμβαθύνει, ἐμπλουτίζει καί μεταμορφώνει τόν λόγον.
Ἔκτοτε αὐτός ὁ τρόπος τοῦ θεολογεῖν δεσπόζει ὡς μόνιμος «σταθερά» εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν δέν εἶναι ἀναφορά εἰς τό παρελθόν, ἀλλά εἰς μίαν ἀεί ζῶσαν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν θεωρίας καί πράξεως, ἡ ὁποία εἶναι ὁ δείκτης διά τήν πορείαν μας πρός τό μέλλον.
Ὡς γνωστόν, κατά τό ἔτος 1841, ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἐθεσπίσθη εἰς τήν Ἑλλάδα ἐπισήμως ὡς «ἡμέρα τῶν ἑλληνικῶν καί χριστιανικῶν γραμμάτων». Εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντική ἡ προβολή τῆς συνδέσεως αὐτῆς τῆς ἑλληνικῆς καί χριστιανικῆς παιδείας εἰς τό ἔργον τῶν τριῶν μεγάλων Διδασκάλων. Εἰς τήν ἐποχήν μας, βεβαίως, οἱ ἐκπρόσωποι τῆς προοδευτικῆς Παιδαγωγικῆς πιστεύουν ὅτι δύνανται νά ὁμιλοῦν περί ἀνθρωπισμοῦ, ἐκσυγχρονισμοῦ καί προόδου καί νά περιθωριοποιοῦν ἤ νά ἀγνοοῦν τόν Χριστιανισμόν καί τήν προσφοράν του εἰς τόν τομέα τοῦ ἤθους, τῆς παιδείας καί τοῦ πολιτισμοῦ.
Τήν οὐσιαστικήν συμβολήν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τά γράμματα καί τόν πνευματικόν πολιτισμόν μᾶς ὑπενθυμίζει μετ᾿ ἐμφάσεως ἡ σημερινή ἑορτή. Ἡ πεῖρα τῆς ἀνθρωπότητος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ διαπαιδαγώγησις τῆς νέας γενεᾶς εἶναι ἐγχείρημα δυσχερές καί ἰδιαιτέρως ἀπαιτητικόν. Εἰς τά ἐγγενῆ προβλήματα τοῦ παιδαγωγικοῦ ἔργου ἔρχονται σήμερον νά προστεθοῦν πρωτόγνωροι περιστασιακαί δυσκολίαι. Ὁ ἰλιγγιώδης ρυθμός τῶν ἀλλαγῶν βαθαίνει τό χάσμα μεταξύ τῶν γενεῶν εἰς θέματα νοοτροπίας, ἀξιῶν, νοηματοδοτήσεως καί προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς. Ἡ κυριαρχία τῶν νέων τεχνολογιῶν εἰς τόν χῶρον τῆς ἐκπαιδεύσεως ἰσοδυναμεῖ, ὡς ἐγράφη, «μέ τό ἄνοιγμα μιᾶς θαυμαστῆς πύλης. Ὅμως, καί συχνά ἀθόρυβα, κλείνουν πολλές ἄλλες μικρότερες πύλες, ὄχι λιγότερο πολύτιμες». Οἱ μαθηταί καί αἱ μαθήτριαι, ἐκτός ἀπό τούς ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστάς, ἔχουν ἀνάγκην ἀπό φιλίαν καί συνεργασίαν μέ τούς συμμαθητάς, ἀπό διδασκάλους πού εἶναι περισσότερον ἀπό «διευκολυνταί μάθησης», ἀπό ἐπαφήν μέ τήν φύσιν, ἀπό κοινωνικάς ἐμπειρίας, ἀπό πνευματικήν τροφήν. Δυστυχῶς, τά ἠλεκτρονικά μέσα καί τό διαδίκτυον λειτουργοῦν σήμερον ὡς κυριωτέρα πηγή ἀξιῶν, εἰς τό κέντρον τῶν ὁποίων εὑρίσκεται τό ἄτομον καί αἱ ἀνάγκαι του. Εἰς τήν ἐκπαίδευσιν δεσπόζει ἡ καλλιέργεια τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ χρηστική γνῶσις, τό ἔχειν εἰς βάρος τοῦ εἶναι. Λέγεται συχνά, ὅτι τά σχολεῖα μας παράγουν ἀνθρώπους «ἀνύποπτους γιά τά οὐσιώδη τῆς ζωῆς».
Ὁ ἄνθρωπος δέν καλύπτεται ὑπαρξιακῶς μέ τήν συνεχῆ ἐνασχόλησιν μέ τόν ἑαυτόν του καί τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν του, ἀλλά ἐπιθυμεῖ νά μοιράζεται τήν ζωήν, νά ἔχῃ κοινωνικήν παρουσίαν, νά ἀφιερωθῇ εἰς ἕνα σκοπόν πέραν ἀπό τόν ἑαυτόν του. Ὁ ἑαυτοκεντρισμός συρρικνώνει τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Ὄντως, ὑποσιτίζομεν πνευματικῶς τούς νέους ἀνθρώπους, ὅταν τούς καθοδηγῶμεν νά γίνουν τεχνοκράται καί ἀτομοκεντρικοί. Μόνον μία παιδεία ἀξιῶν, ἡ ὁποία σέβεται τήν πνευματικήν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου, δύναται νά λειτουργήσῃ ὡς μίτος τῆς Ἀριάδνης, διά νά ἐξέλθῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκ τοῦ λαθυρίνθου τῆς κλειστότητος. Δέν ὑπάρχει ἀληθής πρόοδος, ἐάν δέν σεβώμεθα τάς πνευματικάς ἀξίας. Ἠ πίστις εἰς αὐτάς λειτουργεῖ ὡς πηγή ἐμπνεύσεως, ὀξύνει τό αἰσθητήριόν μας διά τό δέον καί τό πρακτέον.
Αὐτή ἡ παιδεία, ἡ ὁποία δίδει κατεύθυνσιν εἰς τήν ἐλευθερίαν τῶν νέων, τήν στρέφει πρός τό ἀγαθόν, πρός τό κοινόν καλόν, πρός τήν εὐθύνην καί τήν ἀλληλεγγύην, εἶναι ἡ παρακαταθήκη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Πρόκειται περί μιᾶς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἔσωσε καί ἀνέδειξε τό Γένος μας κατά τό παρελθόν, εἶναι τό ζητούμενον εἰς τό παρόν καί ἐγγυᾶται τήν πνευματικήν καί πολιτισμικήν ἐπιβίωσιν εἰς τό μέλλον.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλῶς μία βιολογική ὀντότης, οὔτε μία οἰκονομική καί καταναλωτική μονάς. Διψᾷ διά νόημα, διά τήν ἀλήθειαν, διά προσφοράν, διά τήν πραγμάτωσιν ἀξιῶν, διά τήν αἰωνιότητα. Ὄντως, ὁ ἄνθρωπος δέν ζῇ «ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ». Ὅπως σημειώνει σύγχρονος στοχαστής, τό Βιβλικόν «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ’, 4), ἐμπερικλείει τήν ἀλήθειαν ὅτι αὐτός πού ἐνδιαφέρεται ἀποκλειστικῶς διά τήν ἐπιβίωσίν του, δέν θά κατορθώσῃ νά ἐπιβιώσῃ. Αἱ πνευματικαί ἀρχαί δέν ἔχουν σημασίαν μόνον διά τό εὖ ζῆν καί τόν αἰώνιον προορισμόν μας, ἀλλά καί διά τήν ἰδίαν τήν ἐπιβίωσίν μας.
Τό πνεῦμα αὐτό, αὐτήν τήν βιωμένην ἐλευθερίαν, ἠγωνίζετο πάντοτε νά μεταλαμπαδεύσῃ ἡ Ἐκκλησία εἰς τήν νέαν γενεάν. Ἡ ἰδία ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία ρωμαλέα πρότασις παιδείας. Εἶναι μία νίκη ἐναντίον ὅλων τῶν δυνάμεων, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας. Ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ ἀπέναντι εἰς τόν ἑαυτοκεντρισμόν καί τήν ἀδιαφορίαν διά τόν πλησίον τήν αὐθυπέρβασιν καί τό ζητεῖν «τά τοῦ ἑτέρου» (Ρωμ. ι’, 24), ἀπέναντι εἰς τό ἔχειν καί τό ἀκόρεστον «πλέον ἔχειν» τό εἶναι καί τό μετέχειν, ἀπέναντι εἰς τόν «ἀνθρωποθεόν» τόν «Θεάνθρωπον», ἀπέναντι εἰς τήν ἐκμετάλλευσιν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τήν εὐχαριστιακήν χρῆσιν τῆς κτίσεως, ἀπέναντι εἰς τήν ἀχαρίτωτον ἐνθαδικότητα τόν ἐν Χριστῷ αἰώνιον προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία συνέβαλε εἰς τήν παιδείαν ὄχι μόνον μέ τήν ζωήν της, ἀλλά καί διά τῆς ἱδρύσεως καί λειτουργίας Σχολείων καί Ἀκαδημιῶν, διά τῆς προσκλήσεως σοφῶν διδασκάλων, διά τῆς πολυδιαστάτου προαγωγῆς τῆς θύραθεν καί τῆς κατά Χριστόν παιδείας. Καί σήμερον συνεχίζει αὐτό τό μορφωτικόν καί μεταμορφωτικόν της ἔργον, διά νά μή χαθῇ ἡ ἰδέα τοῦ διδασκάλου καί τοῦ μαθητοῦ, τό πνεῦμα μαθητείας ὡς στάσις ζωῆς, διά νά παραμείνῃ ἡ διδασκαλία μετάδοσις γνώσεων και ἀξιῶν, διά νά προσανατολίζῃ ἡ παιδεία τήν νεότητα τά καίρια, τά ἀληθῆ, τά σεμνά, τά δίκαια καί τά εὔφημα.
Εἶναι γεγονός ὅτι ἀνέκαθεν ἡ παιδεία διά νά ἀνταποκριθῇ εἰς τήν ἀποστολήν της ἔπρεπε «νά ἔχει ἄγρυπνο τό μάτι της πρός τά μηνύματα τῶν καιρῶν, τίς νέες συνθῆκες καί τίς μεταβολές πού ἐπιτελοῦνται, τίς νέες ἐπιτεύξεις, καί ἀπό ὅλα αὐτά, μέ τούς προβληματισμούς πού δημιουργοῦν, νά ἀντλεῖ ὅ,τι ἄξιο καί ὅ,τι καλό γιά τό δικό της ἔργο» (Β. Τατάκης, ὅ.π., σ. 627). Ἀνεφέρθημεν ἤδη εἰς τόν ρόλον τῶν νέων τεχνολογιῶν εἰς τήν ἐκπαίδευσιν. Νέους προβληματισμούς ἀλλά καί θετικάς προοπτικάς δημιουργοῦν διά τήν ἀγωγήν αἱ ἐντυπωσιακαί ἀνακαλύψεις εἰς τήν μελέτην καί λειτουργίαν τοῦ ἐγκεφάλου. Προφανέστατα, ὅσον λεπτομερέστερον γνωρίζομεν τόν τρόπον λειτουργίας τῆς διαδικασίας τῆς μαθήσεως τόσον ἀποτελεσματικωτέρα θά καθίσταται καί ἡ παιδαγωγική παρέμβασις. Ὅμως, διά τήν Παιδαγωγικήν τό κεντρικόν ἐρώτημα παραμένει, καί εἰς τήν ἐποχήν τῆς κυριαρχίας τῆς ἐπιστήμης, ὄχι τό «τί εἶναι» ἀλλά τό «τί ὀφείλει νά γίνῃ» ὁ ἄνθρωπος. Συνεπῶς, τό ζητούμενον εἶναι ἡ ἀξιοποίησις τῶν ἐπιστημονικῶν κατακτήσεων εἰς τήν παιδευτικήν διαδικασίαν, ὥστε νά λειτουργοῦν ὡς ἐργαλεῖα ἐξανθρωπισμοῦ. Ἐξ ἄλλου, πίστις καί γνῶσις δέν εἶναι ἀντίπαλοι ἀλλά ἑταῖροι καί συνεργάται ἐν τῇ διακονίᾳ τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἡ πίστις, οὕτω καί ἡ γνῶσις εἶναι θεία δωρεά πρός τόν ἄνθρωπον. Εἶναι βέβαιον, ὅτι ἡ ἀπόρριψις τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς ἐπιστήμης δέν ἀποτελεῖ ἔνδειξιν γνησιότητος τῆς πίστεως εἰς Χριστόν.
Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ὑπερασπιζόμεθα μίαν παιδείαν, ἡ ὁποία. ὁμοῦ μετά τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων μεταδίδει εἰς τήν νέαν γενεάν πνευματικάς ἀρχάς καί ἀνθρωπιστικά ἰδεώδη. Τό δέ ἔργον τῆς μεταδόσεως ἀξιῶν δέν δύναται νά ἀσκηθῇ εἰς ἀπρόσωπον περιβάλλον καί διά μέσου μηχανικῶν διαδικασιῶν. Αὐτήν τήν ἀλήθειαν ἐκφράζουν καί τά λόγια τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου (Ware) διά τήν ἐποχήν μας: «Ζῶντας σέ μιά κοινωνία πού μεγαλώνει ὁλοένα πιό ψυχρά καί ἀδιάφορα, εἶναι χριστιανικό μας καθῆκον νά ἐπαναβεβαιώσουμε τό νόημα τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Δέν πρέπει νά ἐπιτρέψουμε στίς μηχανές νά κυριαρχήσουν» («Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», εἰς τό ἔργον: Ἄνθρωπος καί Κοινωνία, Πάφος 1991, σ. 22).
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,
Δοξάζομεν τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας καί Δοτῆρα παντός ἀγαθοῦ, τόν χαρισάμενον τῇ Ἁγίᾳ Αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ «τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος». Ἡμεῖς οἱ ἐν Φαναρίῳ ἔχομεν τήν μεγάλην εὐλογίαν νά φυλάσσωμεν τά τίμια αὐτῶν λείψανα ἐν τῷ πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τά ὁποῖα, «πάσης ἁγιότητος πλήρη ὑπάρχοντα», φωτίζουν τόν νοῦν καί τήν καρδίαν τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἀναφέρουν τήν ζωήν του εἰς τήν ἐρχομένην Βασιλείαν, εἰς τήν «μέλλουσαν πόλιν», ἥν πάντες ἐπιζητοῦμεν.
Κατακλείοντες, εὐχόμεθα εἰς τήν μαθητιῶσαν νεολαίαν, εἰς τούς ἐλλογιμωτάτους ἐκπαιδευτικούς, εἰς τούς γονεῖς καί τούς κηδεμόνας, τούς θυσιαστικῶς μοχθοῦντας διά τήν μόρφωσιν καί τήν πρόοδον τῶν τέκνων των, καί εἰς πάντας ὑμᾶς τούς συμπανηγυρίζοντας τήν μεγάλην ἑορτήν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὑγείαν ἀκλόνητον καί πᾶσαν ἄνωθεν εὐλογίαν. Χρόνια πολλά!
Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν!