* * *
Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρόεδρε τοῦ Τμήματος Συντήρησης Ἀρχαιοτήτων καί Ἔργων Τέχνης,
Ἐλλογιμώτατοι Κοσμήτορες, Πρόεδροι, καθηγηταί καί καθηγήτριαι,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ φοιτηταί καί φοιτήτριαι,
Κυρίαι καί κύριοι,
Ἔμπλεοι εὐγνωμοσύνης καί χαρᾶς, ἀποδεχόμεθα τήν προσγινομένην πρός τήν ἡμετέραν Μετριότητα τιμήν τῆς ἀνακηρύξεως εἰς Ἐπίτιμον Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Συντήρησης Ἀρχαιοτήτων καί Ἔργων Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Ἀττικῆς, ἐν ἐπιγνώσει, ὅτι ἡ μεγάλη αὐτή τιμή διαβαίνει ἐπί τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν ὁποίαν διακονοῦμεν, Θείᾳ εὐδοκίᾳ, ὡς Προκαθήμενος αὐτῆς, ἐπί τριάκοντα καί δύο ἔτη. Ὅσα θά εἴπωμεν ἐν συνεχείᾳ, ἐκφράζουν τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἐμπνέονται ἀπό τήν ἀνύστακτον μέριμναν αὐτοῦ διά τόν ἄνθρωπον, διά τόν ἐπίγειον καί τόν αἰώνιον προορισμόν του.
Δοξάζομεν τόν Θεόν τῆς ἀγάπης δι᾿ ὅσα ἐπεδαψίλευσεν εἰς τό ταπεινόν ἡμῶν πρόσωπον, ἐν ἀκλονήτῳ βεβαιότητι ὅτι οὐδέν ἐξ ὅσων ἐπράξαμεν καθ᾿ ὅλην τήν μακράν ἐκκλησιαστικήν διακονίαν μας, ἀποτελεῖ ἰδικόν μας κατόρθωμα. Τά πάντα εἶναι ἄνωθεν δωρεά, χάρις καί χάρισμα. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!
Ἐφθάσαμεν εἰς τήν σημερινήν ἡμέραν καί τήν ἀπονομήν εἰς ἡμᾶς τοῦ ὑψηλοῦ τίτλου τοῦ Ἐπιτίμου Διδάκτορος ἐκ μέρους τοῦ Πανεπιστημίου σας διά μέσου ἑνός «θαύματος». Τοῦ «θαύματος» τῆς ἱστορικῆς, πανσεβάστου καί πανιέρου εἰκόνος τῆς Παναγίας Παμμακαρίστου καί τῆς ἀξιοθαυμάστου συντηρήσεώς της ἀπό τήν ὁμάδα Εἰδικῶν, μέ ἐπικεφαλῆς τήν Ἐλλογιμωτάτην Ἐπίκουρον καθηγήτριαν τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Ἀττικῆς κυρίαν Στεφανίαν Χλουβεράκη, καί χάρις εἰς τήν οἰκονομικήν συνδρομήν φιλογενῶν χορηγῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Ἐντιμότατον Πρόεδρον τοῦ Ἱδρύματος «Αἰκατερίνη Λασκαρίδη», κύριον Παναγιώτην Λασκαρίδην, τούς ὁποίους, καί ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς, θερμῶς εὐχαριστοῦμεν.
Ἡ τιμητική προσκύνησις τῶν εἰκόνων καί ἡ κεντρική θέσις αὐτῶν εἰς τήν συνείδησιν τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τήν λειτουργικήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁπλῶς μία εὐσεβής παράδοσις τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς καί μία διάστασις τῆς λαϊκῆς εὐσεβείας χωρίς θεολογικήν οὐσίαν. Τό θεολογικόν θεμέλιον τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ ἔνσαρκος Οἰκονομία τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἀκλόνητος πίστις, ὅτι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἤδη μετέχομεν εἰς τήν ζωήν τοῦ Χριστοῦ, προσδοκῶντες τήν πληρότητα καί τελείωσιν τῶν πάντων ἐν τῇ ἐρχομένῃ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν εἰσερχώμεθα εἰς τούς ἱερούς ναούς μας, περιβαλλόμεθα ἀπό πλῆθος εἰκόνων, αἱ ὁποῖαι παροντοποιοῦν τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι εἰς τάς εἰκόνας δέν ἀναγράφεται «εἰκών» τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου, ἀλλά «Χριστός», «Θεοτόκος» «Ἅγιος Γεώργιος» κ.τ.λ. Ὁ ἀσπασμός τῆς εἰκόνος εἶναι πάντοτε ἔναρξις μιᾶς ζωτικῆς σχέσεως τοῦ εἰκονιζομένου ἁγίου προσώπου μέ τόν πιστόν. Ὅλαι αἱ ὀρθόδοξοι εἰκόνες εἶναι κλῆσις πρός κοινωνίαν τῆς ζωῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἡ τάξις τῶν εἰκόνων εἰς τόν ναόν προσανατολίζει πρός τήν Ἁγίαν Τράπεζαν καί ἐνδυναμώνει τήν εὐχαριστιακήν συνείδησιν καί διάθεσιν τῶν πιστῶν. Αἱ ἱεραί εἰκόνες ἀποτελοῦν κεντρικήν διάστασιν τῆς «εὐχαριστιακῆς πραγματώσεως» τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ εἰκών εἶναι μία βαθυστόχαστος θεολογική γλῶσσα, ἡ ὁποία, διά τοῦ χρωστῆρος τοῦ ἁγιογράφου, ἐκφράζει τήν ἐμπειρίαν τῆς πίστεως καί τήν ζωήν ὁλοκλήρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Ὁ ἁγιογράφος εἶναι ἡ χείρ τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ εἰκών εἶναι ἐπιτομή τῆς πίστεως καί τῆς διδασκαλίας της καί ὄχι μόνον ἕν καλλιτέχνημα. Τά αὐτά ἰσχύουν καί διά τήν ναοδομίαν, τήν ὑμνογραφίαν, τήν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν καί τάς λοιπάς ἐκκλησιαστικάς τέχνας, αἱ ὁποῖαι, ὡς θεολογική γλῶσσα, συνδυάζουν τό κάλλος καί τήν αἰσθητικήν ἀρτιότητα μέ τό λυτρωτικόν μήνυμα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Κατανοοῦμεν ἐπί τῆς βάσεως αὐτῆς, τήν θέσιν τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅτι ἡ εἰκονογραφία «δέν εἶναι ἁπλῶς θέμα τέχνης, καλλιτεχνικῆς ἤ τεχνικῆς ἐπιδεξιότητας. Εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίας, μία ὁμολογία πίστεως. Γιά τόν ἴδιο λόγο, ἡ ἴδια ἡ τέχνη πρέπει νά ὑποταχθεῖ ὁλόψυχα στόν κανόνα τῆς πίστεως. Ὑπάρχουν ὅρια τῆς καλλιτεχικῆς φαντασίας» (Δημιουργία καί Ἀπολύτρωση, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 239 – 240).
Ὄχι μόνον ἡ εἰκονογραφία, ἀλλά σύνολος ἡ τέχνη τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, εἶναι βαθυστόχαστος θεολογική γλῶσσα, ἀντλοῦσα ἔμπνευσιν καί σοφίαν ἐκ τῆς μιᾶς πηγῆς, ἐκ τῆς ὁποίας τρέφεται ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός τοῦ Βυζαντίου, ἡ φιλοθεΐα, ἡ φιλανθρωπία καί ἡ φιλοκαλία του. Εἰς τήν γνωστήν θέσιν τοῦ Steven Runciman: «Ὅ,τι καλύτερο εἶχε ἡ σκέψη τοῦ Βυζαντίου πῆγε στή θεολογία», προσθέτομεν καί ἡμεῖς ὅτι ἡ Ἀλήθεια εἰς τό Βυζάντιον ἀναδεικνύεται καί διά τῆς τέχνης ὡς θεολογίας, ὡς αὐθεντικῆς ἐκφράσεως ἀχρόνων παραδοχῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβεν ὑπαρχούσας μορφάς τέχνης καί τάς μετεμόρφωσεν εἰς ἔκφρασιν τῆς ἰδικῆς της ἀληθείας, ἀναπτύξασα τάς ἐκφραστικάς δυνατότητας των. Ἡ ἀπόρριψις τοῦ πολιτισμοῦ δέν ἔχει θεολογικόν ἔρεισμα.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε ποτέ χωρίς πολιτισμικήν σάρκα. Ἡ σάρκωσις τοῦ Εὐαγγελίου ἦτο βεβαίως πάντοτε μία σοβαρά πρόκλησις, πρωτίστως λόγῳ τῆς ποικιλίας καί τῆς διαφορετικῆς ποιότητος τῶν πολιτισμῶν μέ τούς ὁποίους συνηντᾶτο ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως ἔχει λεχθῆ, διαφορετικάς προκλήσεις καί δυνατότητας περιέκλειεν ἡ συνάντησις τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμόν καί μέ τόν πολιτισμόν τῶν Βησιγότθων. Τό ζητούμενον εἰς τάς σαρκώσεις αὐτάς εἶναι πάντοτε αὐταί νά μή προκαλοῦν ἀλλοίωσιν τοῦ Εὐαγγελίου καί νά συμβάλλουν εἰς τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσιν τοῦ κάθε πολιτισμοῦ.
Ὀρθῶς παρετηρήθη, ὅτι εἰς τήν συνάντησίν της μέ τόν πολιτισμόν καί τούς πολιτισμούς, ὁ στόχος καί ἡ προοπτική τῆς θεολογίας εἶναι «νά μεταδώσει τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἄθικτο, ἀκέραιο, ἀνόθευτο· καί νά τό παρουσιάσει μέ τά πιό ἔξοχα μέσα ἐπικοινωνίας πού μπορεῖ νά παράσχει ἕνα πολιτιστικό περιβάλλον» (Δημήτριος Τρακατέλλης, Ἀρχιεπίσκοπος πρώην Ἀμερικῆς, «Τέσσερις συναντήσεις τῆς θεολογίας: κίνδυνοι καί προοπτικές», εἰς τό ἔργον: Στ. Φωτίου (ἐπιμ.), Μαρτυρία ζωῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 135-147, ἐδῶ σελ. 138).
Τό καθοριστικόν εἶναι καί ἐδῶ τό «πῶς» τῆς συζεύξεως. Ἰδιαιτέρως σημαντική καί διδακτική εἶναι ἡ συνάντησις τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμόν, ἡ ὁποία συνετελέσθη εἰς μίαν μακράν πορείαν, πλήρη ἐντάσεων, ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τό γεγονός ὅτι ἡ ἑλληνική γλῶσσα κατέστη μητρική γλῶσσα τῆς θεολογίας. Ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον δέν ἀπέρριψε συλλήβδην τήν ἑλληνικήν φιλοσοφίαν, ἀλλά ἐχρησιμοποίησε τάς φιλοσοφικάς ἐννοίας διά νά διατυπώσῃ τήν διδασκαλίαν της. Τοιοτοτρόπως, ἐγεννήθη ὁ λεγόμενος «ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ», ὁ ὁποῖος ἐνεπλούτισε τόσον τόν Χριστιανισμόν, ὅσον καί τόν Ἑλληνισμόν καί ἀπετέλεσε τομήν εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ πνεύματος. Γνωστή εἶναι ἡ θέσις τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, περί «ὁλοκληρώσεως» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Γ. Φλωρόφσκυ, «Οἱ δρόμοι τῆς ρωσσικῆς θεολογίας», εἰς τό ἔργον τοῦ ἰδίου: Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 213-244, ἐδῶ σελ. 227).
Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,
Εἰς τήν ἀνθρωπολογικήν του οὐσίαν καί λειτουργίαν, ὁ «πολιτισμός» χαρακτηρίζεται ὡς «ἡ φωλιά τοῦ ἀνθρώπου μέσα στή φύση». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκ φύσεως «ὄν μέ ἐλλείψεις», καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀναπτύξῃ πολιτισμόν ὡς «δευτέραν φύσιν», διά νά ἐπιβιώσῃ. Ὁ πολιτισμός, εἰς τήν εὐρυτέραν του ἔννοιαν, ἀναφέρεται εἰς τόν τρόπον τοῦ βίου, τάς παραδόσεις καί τάς ἀξίας, τάς γνώσεις καί τάς τεχνικάς, τάς θρησκευτικάς πρακτικάς, τά ἤθη καί τά ἔθιμα, τάς μορφάς χρήσεως τοῦ κόσμου, τήν κοινωνικήν ὀργάνωσιν καί τούς θεσμούς.
Ἐνῶ ὅμως τό «ὅτι» τοῦ πολιτισμοῦ ἀποτελεῖ οὐσιῶδες ἀνθρωπολογικόν δεδομένον, τό «πῶς» αὐτοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό ποικίλας ἱστορικάς καί ἄλλας συνθήκας, καί εἶναι αὐτό τό ὁποῖον διαφοροποιεῖ τούς πολιτισμούς καί κρίνει τήν ποιότητά των. Οἱ πολιτισμοί δέν εἶναι ποτέ ὁριστικαί λύσεις τοῦ ἀνθρωπίνου αἰνίγματος. Εἰς τήν ζωήν των ὑπάρχει ἐξέλιξις, πρόοδος ἀλλά καί ὀπισθοδρόμησις. Δέν εἶναι τυχαῖον γεγονός ἡ ἀναφορά εἰς τήν «δυστυχίαν μέσα εἰς τόν πολιτισμόν», οὔτε ὅτι κατασκευάζονται «οὐτοπίαι» ἑνός ἰδανικοῦ κόσμου, ὅτι ὑπάρχουν ἀπολυτοποιήσεις τῶν ἰδιαιτέρων πολιτισμῶν, ἀλλά καί ἀπορρίψεις τοῦ ἑκάστοτε ἰδιαιτέρου πολιτισμοῦ, τό ὄνειρον δι᾿ «ἐπιστροφήν εἰς τήν φύσιν», ἡ ὁποία, βεβαίως, εἶναι πάντοτε μία ἐπιστροφή εἰς ἕνα ἄλλον, διαφορετικόν πολιτισμόν, ἐφ᾿ ὅσον δέν ὑπάρχει ὁ «φυσικός ἄνθρωπος».
Σήμερον, εἰς τήν ἐποχήν τῆς λεγομένης «ὀπτικῆς ἐπαναστάσεως», τῆς τηλεοράσεως καί τοῦ Internet, τῆς «πλημμυρίδος τῶν εἰκόνων» πού κατακλύζουν νυχθημερόν τά ὄμματα καί τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων καί καλλιεργοῦν τό φρόνημα τῆς προσκολλήσεως εἰς τά γεώδη, τήν «ἀπεριόριστον λατρείαν τοῦ χρησίμου» καί τήν «λήθην τοῦ Ὑπερβατικοῦ», ἡ παρουσία καί ἡ μαρτυρία τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ φιλοκαλικοῦ πνεύματός της εἶναι ἡ φωνή τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξος παράδοσις ἀποτελεῖ κιβωτόν ζωτικῶν ἀληθειῶν διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον. Ἡ παράδοσις αὐτή, τήν ὁποίαν οἱ ἐν Φαναρίῳ φυλάσσομεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις της, μᾶς διδάσκει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ὁμιλῶμεν περί προόδου, ὅταν φαλκιδεύεται τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί καταστρέφεται ὁ οἶκος του, τό φυσικόν περιβάλλον. Ὅτι ὁ πολιτισμός τῆς ἀλληλεγγύης δέν ἐγκαθιδρύεται διά τῆς ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου καί διά μέσου τῆς διαδικτυακῆς ἐπικοινωνίας. Ὅτι ἡ μέριμνα διά τήν προστασίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί ἡ οἰκοφιλική συμπεριφορά ἀπορρέουν ἀπό τό κέντρον τοῦ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὅτι τό διακονικόν ἦθος εἶναι διάστασις τῆς λατρευτικῆς, ἀσκητικῆς καί εὐχαριστιακῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἀποτελεῖ οἰκτράν πλάνην νά ταυτίζεται τό χριστιανικόν ἦθος μέ κλειστότητα καί ἀδιαφορίαν διά τόν κόσμον καί τόν πολιτισμόν. Ἡ πεῖρα τῶν αἰώνων μαρτυρεῖ περί τῆς ἀληθείας ὅτι ἡ ὑποτίμησις τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καί ἡ ἀδιαφορία διά τήν διάστασιν τοῦ Ὑπερβατικοῦ ἔχει ἀρνητικάς συνεπείας καί διά τήν ἀνάπτυξιν τοῦ πολιτισμοῦ εὐρύτερον καί ὅτι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἐλειτούργησεν ὡς ἀνεξάντλητος πηγή καλλιτεχνικῆς δημιουργίας. Ἐβιώσαμεν συχνάκις τήν ἔκπληξιν ἐπισκεπτῶν εἰς ὀρθοδόξους ἱεράς μονάς, ὅταν ἀνεκάλυπτον ὅτι εἰς αὐτάς ἐδημιουργήθησαν καί φυλάσσονται ἔξοχα ἔργα τέχνης, τιμαλφέστατα κειμήλια πίστεως καί πολιτισμοῦ, γνησίας πνευματικότητος καί καλλιτεχνικοῦ ταλάντου.
Ἐπιστρέφομεν τοιουτοτρόπως εἰς τό «θαῦμα» τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου. Τό μήνυμα, τό ὁποῖον ἐκπέμπει ἡ μοναδική αὐτή, ἀπαράμιλλου κάλλους καί θεολογικοῦ βάθους εἰκών, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται νά εὕρῃ πληρότητα ζωῆς ὅπου θέλει καί ὅπως θέλει, ὅτι δέν ὑπάρχει αὐθεντική ἐλευθερία χωρίς τήν ἀλήθειαν ἤ ἔξω ἀπό τήν ἀλήθειαν. Εἰκονίζει τήν λύτρωσιν, τήν ὑπέρβασιν τῆς πτώσεως καί τῆς ἀλλοτριώσεως, λειτουργεῖ ὡς κλῆσις εἰς τήν κατ᾿ ἀλήθειαν ζωήν. Ἡ Παναγία Παμμακάριστος ἀνήκει εἰς τόν ναόν διά νά προσκυνῆται, νά εὐλογῇ, νά παρηγορῇ, νά ἐμπνέῃ, νά δίδῃ ἐλπίδα καί κατεύθυνσιν εἰς τήν ζωήν τῶν πιστῶν. Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὅσοι εἰργάσθησαν διά τήν συντήρησίν της ἐνεπνέοντο ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ εἰκών δέν ἐπρόκειτο νά ἐκτεθῇ εἰς ἕν μουσεῖον, ἀλλά ὅτι ὁ φυσικός χῶρος της εἶναι ὁ ναός. Ἡ διαδικασία συντηρήσεως ἦτο ὄχι μόνον πρόοδος εἰς τήν τέχνην καί τά μυστικά τοῦ ψηφιδωτοῦ, ἀλλά σπουδή θεολογίας, μάθημα εὐσεβείας, βίωσις τοῦ σχεσιακοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Περαίνοντες τόν λόγον, ἐπιθυμοῦμεν νά τονίσωμεν ὅτι αὐτός ὁ πολιτισμός εἶναι ὅ,τι τιμαλφέστερον ἔχει νά προσφέρῃ ἡ Παράδοσίς μας ὡς πρότασιν ζωῆς εἰς τόν σύγχρονον κόσμον. Αὐτήν τήν τιμίαν παρακαταθήκην ὀφείλομεν νά φυλάσσωμεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, νά τήν προβάλλωμεν ὡς ζωήν ἐλευθερίας καί εὐθύνης καί νά τήν μεταδίδωμεν εἰς τήν νέαν γενεάν. Ἡ ἄποψις ὅτι τό ὀρθόδοξον ἦθος εἶναι ἀδύνατον νά βιωθῇ εἰς τό πλαίσιον τῶν συγχρόνων πολιτισμικῶν συνθηκῶν εἶναι τελείως ἀστήρικτος.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, ἀγαλλόμενοι καί εὐγνωμονοῦντες, ἐκφράζομεν ἅπαξ ἔτι θερμάς εὐχαριστίας πρός τό Πανεπιστήμιον Δυτικῆς Ἀττικῆς καί τό Τμῆμα Συντήρησης Ἀρχαιοτήτων καί Ἔργων Τέχνης διά τήν τιμήν, καί πρός πάντας ὑμᾶς διά τήν πρόφρονα παρουσίαν σας, ἐπικαλούμενοι ἐφ᾿ ὑμᾶς καί ἐπί τούς ἠγαπημένους σας, πρεσβείαις τῆς Ἁγιοπρώτου Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, ἧς τήν πάντιμον εἰκόνα «στόμασι καί καρδίᾳ καί θελήματι» ἀσπαζόμεθα, τήν φωσφόρον χάριν καί τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης.