* * *
Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Θεοφιλέστατε Ἐπίσκοπε Ξανθουπόλεως κύριε Παΐσιε, Ἐπόπτα τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς ταύτης Πατριαρχικῆς καί Σταυρο-πηγιακῆς Μονῆς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς,
Εὐλαβέστατοι Πατέρες,
Εὐγενεστάτη κ. Πρόξενε,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατοι ἐκπαιδευτικοί καί προσφιλέστατοι ἱερο-σπουδασταί τῆς Ἀθωνιάδος Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἐπιπόθητα,
Χριστός Ἀνέστη!
Εὐγνωμονοῦμε καί δοξάζουμε τόν Θεό τόν Πατέρων μας, διότι μᾶς ἀξίωσε καί ἐφέτος, συνεχίζοντας ὡραῖον ἀρχαῖον ἔθος, νά ἔλθουμε, ἐντός τῆς εὐφροσύνου πασχαλινῆς περιόδου, μαζί μέ ἀδελφούς ἁγίους Ἀρχιερεῖς τοῦ πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, στήν ἱστορική αὐτή Ἱερά Μονή, τήν ἔξω τῶν τειχῶν, καί νά προσφέρουμε τήν ἀναίμακτον λατρείαν στόν ἀναστάντα Κύριο τῆς δόξης.
Ἤλθαμε σήμερα ἐδῶ ὄχι μόνον ἐπειδή αὐτό εἴθισται ἐκ παλαιοῦ, ἀλλά καί κινούμενοι ἀπό ἐσωτερική ψυχική ἀνάγκη. Τήν ἀνάγκη νά βρεθοῦμε καί πάλι σέ αὐτόν τόν ἡγιασμένο καί καταξιωμένο ἀπό τούς αἰῶνες τόπο. Νά ἀνάψουμε τήν πασχαλινή λαμπάδα μας καί νά προσκυνήσουμε τή θαυμα-τουργή Βαλουκλιώτισσα Παναγία. Νά γονυπετήσουμε πρό τῶν τάφων τῶν ἀοιδίμων προκατόχων μας, νά προσευχηθοῦμε ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τους καί νά τούς εὐχαριστήσουμε γιά ὅλα ὅσα πολύτιμα προσέφεραν στήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία καί τό Γένος. Νά δεηθοῦμε καί ἐπί τῶν τάφων τῶν ἄλλων ἐν τοῖς πέριξ ἀναπαυομένων πατέρων καί ἀδελφών ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν στό ὑπερπέραν τήν ἀληθινή ζωή. Ἐξ ἴσου, ὅμως, καί γιά νά ἀποστείλουμε ὁλόθερμη τήν ἀναστάσιμη εὐλογία μας στούς νοσηλευομένους καί γηροκομουμένους στά παρακείμενα φιλανθρωπικά Καταστήματα τῆς Ὁμογενείας μας, τά ὁποῖα τόσο πολύ ἐδοκιμάσθησαν ἀπό τήν καταστρε-πτική πυρκαϊά τοῦ περασμένου καλοκαιριοῦ.
Ἀνάγκη, λοιπόν, ἱερά καί σκοπός ἅγιος ὡδήγησαν τά βήματά μας εἰς τάς αὐλάς αὐτάς τοῦ Κυρίου σήμερον «Κυριακῇ τρίτῃ ἀπό τοῦ Πάσχα», ὁπότε «τήν τῶν ἁγίων γυναικῶν μυροφόρων ἑορτήν ἑορτάζομεν». Ἀλλά ποιές εἶναι οἱ ἅγιες αὐτές γυναῖκες; Εἶναι πιστές καί εὐγενεῖς μαθήτριες τοῦ Κυρίου μας ἀπό τή Γαλιλαία. Εἶναι ὅμιλος γυναικῶν, οἱ ὁποῖες γνώρισαν τόν Διδάσκαλο, σαγηνεύθηκαν ἀπό τήν διδασκαλία Του καί παρέμειναν ἀφοσιωμένες μέχρι τέλους. Ναί, μέχρι τέλους! Δέν εἶναι πλησίον τοῦ Χριστοῦ «συνακολουθοῦσαι» μόνον ὅταν διδάσκῃ τά πλήθη. Αὐτές, οἱ πρῶτες διακόνισσες πού «διηκόνουν Αὐτῷ ἀπό τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς», διαισθά-νονται ὅτι δέν ἔχει τελειώσει ἡ ἀποστολή τους ἀκόμη καί ὅταν ὁ Χριστός ἀνεβαίνῃ εἰς τόν Σταυρόν. «Εἱστήκεισαν παρά τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ». Ἡ μεγάλη ἀγάπη τους πρός τόν διδάσκαλο δέν σβήνει τή στιγμή πού ἡ πίστις τους δοκιμάζεται. Καί ὅταν οἱ σήμερον συνεορταζόμενοι Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας καί Νικό-δημος ἀποκαθηλώνουν τό ἅγιον Σῶμα τοῦ Κυρίου καί τό ἐνταφιάζουν εἰς τό μνημεῖον, αἱ πισταί μαθήτριαι «καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου, ἐθεώρουν ποῦ τίθεται».
Θά ἀνέμενε κανείς ὅτι σέ αὐτό τό χρονικό σημεῖο τερμα-τίζεται ὁριστικῶς ἠ δρᾶσις τῶν μαθητριῶν: Ὁ Διδάσκαλος εἶναι πλέον νεκρός καί ἐνταφιασμένος. Τί ἄλλο θά μποροῦσαν νά Τοῦ προσφέρουν; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσαν νά ἐλπίζουν; Ἀλλά ὄχι! Δέν θεωροῦν ὅτι ἡ διακονία τους ἔληξε! Ἀντιθέτως, «ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσι τόν Ἰησοῦν». Τελευταῖα προσφορά στό νεκρικό Κυριακό σῶμα. Ἄς εἶναι ἤδη μυρισμένον ἀπό τόν Νικόδημο μέ λίτρα σμύρνης καί ἀλόης ἑκατόν. Καί «τό μέν Σάββατον ἡσύχασαν κατά τήν ἐντολήν». Ὕστερα, ὅμως, ξεκινοῦν καί πάλιν καί «ἕρχονται ἐπί τό μνημεῖον λίαν πρωΐ». Μόνες. Χωρίς συνοδό. Δέν φοβοῦνται οὔτε τό σκοτάδι, οὔτε τούς Ρωμαίους στρατιῶτες, οὔτε τήν κουστωδίαν. Τό μόνον πρόβλημά των εἶναι ὁ λίθος πού ἔχει κλείσει τήν θύραν τοῦ μνημείου. Ἀλλά, ὅπως λυρικώτατα ἔχει γραφῆ: «τό ἀδύνατον δέν σταματᾷ τήν ἀγάπην»!
Φθάνουν καί ἀκούουν πρῶτες τό χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι ὁ Κύριος ἀνέστη! Καί ἐξελθοῦσαι ταχύ ἀπό τοῦ μνημείου, μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης, ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. Μέ πτερά στά πόδια καί μέ θάμβος στά μάτια σπεύδουν νά γίνουν πρῶτες αὐτές εὐαγγελίστριες εἰς τούς μετέπειτα εὐαγγελιστάς. Συναντοῦν δέ καί τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος τίς ἀπευθύνει τό «Χαίρετε»! Ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀνταμοιβή πρός τίς Μυροφόρες, γιά τίς ὁποῖες ὁ ἐν Ἁγίοις Προκάτοχος τῆς ἡμῶν Μετριότητος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶπε: «τό ἀσθενέστερον γένος ἀνδρειότατον ἐφάνη τότε».
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί καί προσφιλέ-στατα τέκνα,
Τά ἀρώματα τῶν Μυροφόρων πού εὐωδιάζουν ἀκόμη μέσα ἀπό τούς αἰῶνες, ἡ αὕρα καί τά χρώματα τῆς ἄνοιξης, τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού μᾶς διακατέχει, ὅλα αὐτά συνθέ-τουν μία ὑπέροχη εἰκόνα, ὄχι ἁπλῶς ἐξωτερική καί ἐπιφανειακή, ἀλλά βιωματική καί ὑπαρξιακή γιά ὅλους ἐμᾶς τούς συνεχιστές τῆς μακρᾶς αὐτῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία συνάπτει τό σήμερα πρός τό χθές, καθώς βαδίζουμε πρός τό αὔριον ἐν πίστει, ἐλπίδι καί ἀγάπῃ.
Αἱ Μυροφόροι μᾶς διδάσκουν ἀκριβῶς αὐτήν τήν στα-θεράν πίστιν, αὐτήν τήν ἀταλάντευτον ἐλπίδα, αὐτήν τήν ἀμετάπτωτον ἀγάπην. Μέ τήν πίστι τους στόν Διδάσκαλο καί μέ τή βεβαιότητα ὅτι τίποτε δέν τελείωσε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἐκπίπτει, στάθηκαν ὄρθιες. Αἱ Μυρο-φόροι ἐνίκησαν τόν χρόνον!
Ἰδού τί κατορθώνει ἡ πιστότητα, ἡ εὐστάθεια, ἡ ἐλπίδα, ἡ ὐπομονή! Ἰδού διδάγματα ἐπίκαιρα καί ἀξιομίμητα!
Σήμερα ἐδῶ ἡ χαρά μας εἶναι πεπληρωμένη, διότι ἔχουμε συμπροσευχόμενα καί συνευφραινόμενα πασχαλίως μαζί μας ἐκλεκτά πνευματικά μας τέκνα, ὅπως ὁ ὅμιλος προσκυνητῶν ἀπό τήν ὄμορφη Ξάνθη, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ λίαν ἀγαπητοῦ π. Ἀνθίμου, καί, ἀσφαλῶς, οἱ ἱεροσπουδαστές μας ἀπό τήν Ἀθωνιάδα, οἱ ὁποῖοι πραγματοποιοῦν πολυήμερη προσκυνημα-τική ἐκδρομή, μαζί μέ τούς Καθηγητές τους, στήν Πόλη, στήν Ἀνατολική Θρᾴκη, τήν Προύσα καί τά Ἰωνικά παράλια.
Σᾶς καλωσορίζουμε γιά μία ἀκόμη φορά ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, τέκνα πεφιλημένα, καί ἐν τῷ προσώπῳ σας χαιρετίζουμε πατρικῶς τούς πιστούς ὅλων τῶν ἀνά τήν οἰκουμένην θεοσώστων ἐπαρχιῶν τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Σήμερα ὅλοι ἐσεῖς γίνεσθε κήρυκες τοῦ πασχαλίου μηνύματος ὅτι μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν προστασίαν τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τό Φανάρι δέν πρόκειται νά σβύσῃ, δέν πρόκειται νά παύσῃ νά ἐκπέμπῃ καί νά μεταλαμπαδεύῃ τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Διότι τό φῶς τοῦτο εἶναι ἀνέσπερον. Διότι ἐσεῖς ὅλοι μέ τό ἔλαιον τῆς πίστεώς σας συντηρεῖτε ἄσβεστον τόν πνευματικόν φάρον πού λέγεται Φανάρι. Αὐτό δέν μαρτυρεῖ καί ἡ σημερινή παρουσία σας ἐδῶ; Ποῖον ἄλλον λόγον εἴχατε γιά νά ἔλθετε καί νά λάβετε τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου σας, νά συμπροσευχηθῆτε μαζί Του καί μαζί μέ τήν περί Αὐτόν σεβασμίαν ἐνταῦθα Ἱεραρχίαν, ἐάν αὐτός ὁ λόγος δέν εἶναι ἡ βαθειά πίστι σας πρός τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη σας πρός τό Ἱερόν καί σεπτόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας;
Περαίνοντες τόν λόγον, εὐχαριστοῦμε θερμῶς τόν Ἐπόπτην τῆς Μονῆς, Θεοφιλέστατον ἅγιον Ξανθουπόλεως καί τήν Διαχειριστικήν Ἐπιτροπήν αὐτῆς γιά τήν εὐλαβῆ ὑποδοχήν καί γιά τό εὔκαρπον ἔργον τό ὁποῖον ἐπιτελοῦν ὑπέρ τοῦ σεβασμίου τούτου σκηνώματος τῶν Πατέρων μας. Ἰδιαιτέρως, ὅμως, ἐπαινοῦμε καί τίς ἀδελφές ἀπό τό Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Τιμίου Προδρόμου Ἀκριτοχωρίου, οἱ ὁποῖες, ὡς νέες Μυροφόρες, μέ ἀναστάσιμον φρόνημα, θυσιαστικῶς καί μέ αὐταπάρνησι διακονοῦν νυχθημερόν τόν ἱερόν αὐτόν τόπον, δίδοντας κυριολεκτικῶς ζωήν εἰς αὐτόν καί διατηρῶντας ἄσβεστον τήν μοναστικήν παράδοσιν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς, ὡς κέντρου πνευματικῆς ἀναψυχῆς, περισυλλογῆς καί ἀνατάσεως.
Τέλος, ἔπαινος καί τιμή ἀνήκει καί σέ ὅλους ἐκείνους τούς ἐπωνύμους καί τούς ἀνωνύμους, τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, τούς πλουσίους μέ τάς γενναιοδώρους προσφοράς των καί τούς πτωχούς μέ τό δίλεπτον τῆς χήρας, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν καθορι-στικῶς στίς ἐργασίες ἐπισκευῆς τοῦ πληγέντος ἀπό τήν πυρκαϊάν γηροκομείου μας, συντελώντας στήν μή διάψευσιν τῆς ἐλπίδος τῶν ἀπελπισμένων ἡλικιωμένων συνανθρώπων μας, τῶν μή ἐχόντων ἄλλην καταφυγήν εἰμή τόν Θεόν, τήν Ἐκκλησίαν καί τήν ἀγάπην τῶν ἀδελφῶν των.
Εὐχαριστοῦμε καί ὅλους ἐσᾶς τούς προσελθόντας κατά τήν ἑόρτιον αὐτήν ἡμέραν στό Βαλουκλῆ καί ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας τήν εὐλογίαν τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου καί τόν ἐκ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἁγιασμόν, ταῖς πρεσβείαις τῶν Μυροφόρων.
Χριστός Ἀνέστη!