* * *
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατε κύριε Πρέσβυ, Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ Πόλει,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Ἐκλεκτοί παρόντες,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,
Μέ πολλή χαρά συμμετέχουμε στήν ὡραία αὐτή ἐκδήλωση στό Πολιτιστικό Κέντρο τῆς Ὁμογενείας μας, μέ ἀφορμή τήν «Παγκόσμια Ἡμέρα τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας» καί μέ θέμα «Ἡ ἑλληνική γλῶσσα ῾εἰς τήν Πόλιν᾿».
Ὁ Πατριάρχης σας εἶναι βέβαιος ὅτι στά βάθη τῆς ψυχῆς ὅλων σας ὑπάρχει ἕνα αἴσθημα ὑπερηφάνειας γιά τή γλῶσσα μας, τή γλῶσσα τῶν προγόνων μας καί τή δική μας, πού ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς «ἡ μητρική γλῶσσα τοῦ πνεύματος», καί στήν ὁποία γράφτηκαν ἀπαράμιλλα ἔργα πού ἄλλαξαν τήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας καί τόν ροῦν τῆς ἱστορίας. Μεταξύ αὐτῶν ξεχωρίζει ἡ Καινή Διαθήκη, «σάν νά διάλεξε ὁ Θεός τήν ἑλληνική γλῶσσα γιά νά ἀναγγείλει τό Εὐαγγέλιό Του», ὅπως ἔχει λεχθῆ.
Ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ γλῶσσα πού ὑπενθυμίζει ἀενάως ὅτι ὑπάρχει ἀλήθεια καί βάθος τῶν πραγμάτων καί ὄχι μόνον ἡ τετράγωνη λογική τῆς χρησιμοθηρίας. Μιά γλῶσσα ποιητική καί στοχαστική πού ἀντιπαθεῖ τήν πεζότητα, πού ὅταν τή γνωρίζῃς δέν μπορεῖς παρά νά φιλοσοφῇς καί νά θεολογῇς, νά νοιώθῃς ποιητής. Εἶναι ἡ γλῶσσα πού βαθαίνει τό μυστήριο τοῦ κόσμου, ἀποκαλύπτει τήν ἁρμονία, ἡ ὁποία «κρύπτεσθαι φιλεῖ», πού ξέρει ὅτι ἡ σοφία καί ἡ ἀλήθεια βρίσκονται «ἐν βυθῷ». Μία γλῶσσα πού δέν προσαρμόζεται στήν προκρούστεια λογική καί στίς σολομώντειες λύσεις, πού δέν συμφιλιώνεται μέ ἀντικειμενοποιήσεις καί μέ τήν προτεραιότητα τῶν μέσων.
Ἡ γλῶσσα μας εἶναι τό κλειδί γιά νά εἰσέλθουμε στόν μεγαλύτερο πνευματικό παράδεισο τῆς οἰκουμένης. Ἡ Ἑλληνική, ὅπως γράφει ὁ Καθηγητής κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «σμιλεύτηκε ἐπί 30 καί πλέον αἰῶνες στήν ἔκφραση λεπτῶν ἐννοιῶν τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης, ἁδρῶν ἐννοιῶν τοῦ πολιτικοῦ λόγου καί τῶν πολιτειακῶν θεσμῶν, σύνθετων ἐννοιῶν τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί τῆς πατερικῆς θεολογίας, καθώς καί βαθιῶν στοχαστικῶν ἐννοιῶν τοῦ ἀρχαίου δράματος, τῆς πεζογραφίας καί τῆς ποίησης» (Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἀθήνα 2012, Εἰσαγωγή: Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, σ. 13). Πόσο τυχαῖο εἶναι ἆραγε ὅτι ἡ γλῶσσα μας ἔχει «προνομιακή θέση» ἀνάμεσα στίς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ὅτι «ἡ ἔννοια τῆς συνέχειας, προκειμένου γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα, δέν εἶναι ἰδεολόγημα, ἀλλά ἁπτή γλωσσική πραγματικότητα»;
Αὐτή ἡ γλῶσσα εἶναι ἐπί μακρούς αἰῶνες ἡ λαλιά τῶν γηγενῶν κατοίκων αὐτῆς τῆς Πόλης, τῆς Πόλης τῶν Ἀρχιεπισκόπων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ποιητοῦ τῆς θεολογίας, καί τοῦ «χρυσοῦ τήν γλῶτταν» Ἰωάννου, τοῦ «Δημοσθένους τῆς Ἐκκλησίας», τῆς Πόλης τοῦ πολυΐστορος Φωτίου τοῦ Μεγάλου, τῶν ὑμνογράφων, τῶν ποιητῶν καί φιλοσόφων. Ἐδῶ ἕδρασαν οἰ Λογάδες τοῦ Γένους, ἡ Κεντρική Ἐκπαιδευτική Ἐπιτροπή καί ὁ Ἑλληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, ἀναδείχθηκαν πρωτοπόροι ἄνδρες καί γυναῖκες στά γράμματα καί τή λογοτεχνία, ἐδῶ, ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἐκτυλισσόταν ζωηρή συζήτηση γιά τή δημοτική καί τήν καθαρεύουσα.
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία συνέβαλε καθοριστικά στή διάσωση καί τῆς γλωσσικῆς ταυτότητάς μας. Ἵδρυσε σχολεῖα, μέ τή βεβαιότητα ὅτι γνώση καί χριστιανική πίστη συγκροτοῦν τόν πυρῆνα τῆς ἰδιοπροσωπίας μας. Ἀτενίζουμε καθημερινά στό Φανάρι τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, πού συμβολίζει αὐτή τήν τιτάνια προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας σέ δύσκολους καιρούς, καί τήν πεποίθηση ὅτι ἡ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπό μόνη της εἶναι εἰσαγωγή σέ μία ὑψηλή κουλτούρα, σέ ἕνα ἦθος ἐλευθερίας, σέ ἕνα μοναδικό τρόπο ὕπαρξης καί συνύπαρξης, σκέψης καί πράξης. Καί σήμερα, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συνεχίζει αὐτήν τήν παράδοση ὡς ὑπερασπιστής τῆς γλωσσικῆς μας ταυτότητας.
Ποτέ ἡ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας μας δέν ὑπῆρξε εὔκολο ἐγχείρημα. Ἀπαιτοῦσε καί ἀπαιτεῖ εὐφυΐα, προσπάθεια καί κόπο. Ὅμως, ἡ προσπάθεια αὐτή ἀπέδιδε καρπόν ἑκατονταπλασίονα, συνέβαλλε στήν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας, μᾶς ἔδινε τήν ἱκανοποίηση νά χαιρόμαστε τόν πολιτισμικό καί τόν πνευματικό μας πλοῦτο, την ποίηση καί τά ἄλλα λογοτεχνήματα, τήν ἐκκλησιαστική ὑμνολογία, νά ξεφεύγουμε ἀπό τίς παγίδες τοῦ στείρου ὠφελιμισμοῦ. Ὁ «ἐγκλωβισμός στό χρήσιμο» στήν ἐποχή μας, κατά τήν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «ἐάν δέν ἔχεις τίποτε νά κερδίσεις ἀπ᾿ αὐτό πού κάνεις, σέ κοιτάζουν ὅλοι μέ ἀνοιχτό στόμα» (Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Ἐλύτη, Ἀθήνα 2021, σ. 120), ἐπιτείνεται ἀπό τήν κυριαρχία τῆς τετράγωνης λογικῆς τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν καί τοῦ τεχνοπωλίου, πού κυριαρχεῖ στόν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης. Θά λέγαμε, παραλλάσσοντας μιά ἀντίστοιχη φράση, ὅτι «ἡ ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας δέν εὐδοκιμεῖ ὡς ἀξεσουάρ μιᾶς τεχνοκρατούμενης ἐκπαίδευσης». Στό σημεῖο αὐτό εἶναι δύσκολο νά βρεθῇ ἡ ζωτικῆς σημασίας λύση.
Ἐκλεκτοί παρόντες,
Ποιό εἶναι τό χρέος αὐτῶν πού ἐκπροσωποῦν τήν παρουσία τῆς Ἑλληνικῆς ὡς μητρικῆς γλώσσας στήν Πόλη μας, ὅπου, μαζί μέ ὅλα ὅσα εἴπαμε, μᾶς ταλανίζει καί τό πρόβλημα τῆς πληθυσμιακῆς συρρίκνωσης, μέ τίς πολυδιάστατες ἐπιπτώσεις του. Καμμία προσπάθεια δέν εἶναι πολυτέλεια, ὅταν ἀσχολούμαστε μέ τό θέμα τῆς διατήρησης τῆς ἑλληνομάθειας καί ἑλληνογλωσσίας στήν κοιτίδα τοῦ Γένους. Ἕνα εἶναι ἀπολύτως βέβαιο: Δέν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογή ἀπό τό νά διαφυλάξουμε καί νά καλλιεργήσουμε τή γλωσσική μας κληρονομιά, ἡ παραμέληση τῆς ὁποίας θά σημάνῃ πολλαπλές συρρικνώσεις, στένεμα τοῦ πνευματικοῦ μας ὁρίζοντος. Πολλοί πολιτισμικοί ἀγῶνες κερδήθηκαν ἐδῶ, στό κέντρο τῆς Ρωμιοσύνης, κάτω ἀπό ἀκραῖα δύσκολες συνθῆκες. Καί ὁ προκείμενος ἀγών πρέπει νά εἶναι νικηφόρος, γιά νά συνεχίσουμε, ὅπως θά μᾶς ἔλεγε πάλι ὁ Ἐλύτης, νά λέμε τή θάλασσα θάλασσα, τόν οὐρανό οὐρανό, τόν ἥλιο ἥλιο καί τήν ἐλευθερία ἐλευθερία. Καλούμαστε ὅλοι σέ κοινή προσπάθεια, μέ αὐτοπεποίθηση, μέ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν βεβαιότητα ὅτι ἀπό ἐκεῖνον, στόν ὁποῖο δόθηκαν πολλά, θά ἀπαιτηθοῦν πολλά, κατά τό βιβλικόν «παντί ᾧ ἐδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ» (Λουκ. ιβ’, 48).
Εὐχαριστοῦμε γιά τήν προσοχή σας!