Ἱερώτατοι καί προσφιλεῖς μου ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοί μου συμπατριῶτες καί φίλοι τῆς Ἴμβρου,
Συνεχίζοντας τή συμπόρευσή μας μέ τόν Κύριο στόν δρόμο πρός τόν Σταυρό, συναχτήκαμε ἀπόψε σ᾽ αὐτό τόν ὄμορφο καί ἱστορικό ναό, ἐδῶ στό Εὐλάμπιο. Χαιρόμαστε γιά τήν παρουσία σας, ἡ ὁποία γεμίζει μέ λάδι τήν κανδήλα τῆς Ἴμβρου. Ὅσο ἐμεῖς ἐπιστρέφουμε στόν τόπο μας, ὅσο ἀνακαινίζονται τά σπίτια μας καί κάποιες οἰκογένειες ἐγκαθίστανται μόνιμα στό νησί, τόσο ἡ κανδήλα τῆς πατρίδας μας δέν θά στερεῖται τό λάδι της καί τά ὄμορφα χωριά μας θά διασώζουν τήν παραδοσιακή ταυτότητά τους.
Ἤδη τά σχολεῖα μας λειτουργοῦν ὑποδειγματικά. Μετά ἀπό πενήντα χρόνια σιγῆς, οἱ αἴθουσες ζωντάνεψαν, οἱ αὐλές τῶν σχολείων γέμισαν παιδιά καί τά χαμόγελά τους ὀμορφαί-νουν τό νησί μας. Παρά τά δεινά μας καί τίς ἀδικίες πού ὑπομείναμε κατά τά πέτρινα χρόνια, τελικῶς ἐπιβιώσαμε, ἀνασυγκροτηθήκαμε, σταθήκαμε στά πόδια μας καί συνεχί-ζουμε πρός τά ἐμπρός γιά ἕνα αἴσιο μέλλον, τό ὁποῖο θά εὐλογήσει ἡ χάρις τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας καί θά διασφα-λίσει ἡ ἀγαπητική πρόνοιά Του γιά τόν τόπο μας καί ὅλους ἐμᾶς τούς Ἰμβρίους.
Ἁγία καί Μεγάλη Δευτέρα λοιπόν, ἀπόψε. Ψάλλουμε τόν ὅρθρο τῆς αὐριανῆς ἡμέρας καί, ὅπως μᾶς εἶπε τό Συναξάρι, «τῆς τῶν δέκα Παρθένων παραβολῆς, τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα». Πρόκειται γιά μιά ἀπό τίς πλέον παραστατικές καί διδακτικές παραβολές τοῦ Κυρίου μας. Ἤδη ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει στούς μαθητές Του γιά τή συντέλεια τοῦ κόσμου, καί στό πλαίσιο αὐτό ἐνέταξε καί τήν παραβολή τῶν παρθένων, θέλοντας νά μᾶς διδάξῃ ὅτι πρέπει νά ἔχουμε πάντα κατά νοῦν τήν ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του καί νά εἴμαστε ἕτοιμοι, διότι κανείς δέν γνωρίζει τήν ὥρα «ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». Ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων ἔρχεται νά μᾶς ἀποκαλύψῃ ὅτι ἡ συνοδοιπορία μέ τόν Κύριο δέν ἔχει ὡς τέλος της τόν παρόντα κόσμο, ἀλλά τόν ἐρχόμενο, γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά προετοιμαζόμαστε.
Ὅμως, ὑπάρχει καί μιά ἄλλη πλευρά τῆς παραβολῆς, ἡ ὁποία προβάλλεται ἔντονα ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέσω τῶν ὕμνων πού ἀκούστηκαν ἀπόψε. Ὁ Χριστός αὐτοαποκαλύπτεται ὡς Νυμφίος. Κι ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ νύμφη Του καί, συνεπῶς, ὅπως ὁ Νυμφίος ἑνώνεται μέ τή νύμφη μέ μιά βαθειά ἀγαπητική σχέση, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνωμένη ἀδιάσπαστα μέ τόν Νυμφίο Χριστό. Γι᾽ αὐτό, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι ἐμεῖς, τά ζωντανά μέλη της, ζοῦμε πάντοτε μέ τόν πόθο τῆς ἕνωσής μας μέ τόν ἐξ οὐρανοῦ κατελθόντα Νυμφίο. Ἡ ζωή μας εἶναι μιά προσμονή καί μιά προσδοκία Ἐκείνου, πού ἔρχεται νά μᾶς συναντήσῃ καί νά μᾶς εἰσαγάγῃ στόν Νυμφῶνα Του, τήν Ἐκκλησία, νά μᾶς καταστήσῃ μέλη τοῦ ἁγίου Σώματός Του. Ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος μᾶς λέγει στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του ὅτι «ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς» (Ἐφ. ε´, 25). Ὁ Χριστός ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία Του μέχρι τοῦ σημείου νά θυσιαστῇ γι᾽ αὐτήν, καί θά τήν ἀγαπᾷ αἰώνια, θά ἀγαπᾷ δηλαδή ἐμᾶς, τά μέλη της, μέ μιάν ἀγάπη τέτοια, πού μόνον ἡ ἀγάπη τοῦ νυμφίου πρός τή νύμφη μπορεῖ νά περιγράψῃ καί νά εἰκονίσῃ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός ἐπέλεξε αὐτή τήν παραβολή, ὄχι μόνο δίδοντας ἔτσι τή δυνατότητα στούς μαθητές Του νά κατανοήσουν τήν ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως ἐνώπιον τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, ἀλλά καί ὑποδηλώνοντας τή βαθειά ἀγαπητική σχέση πού ἔχτισε μέ τήν Ἐνσάρκωση καί τό Σταυρό Του μεταξύ τοῦ ἰδίου καί τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀτενίζουμε τήν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας στό μέσον τοῦ ναοῦ, στολισμένη μέ τά πανέμορφα ἄνθη τῆς Ἰμβριακῆς γῆς καί μέ τήν εὐσέβεια καί τήν εὐλάβεια τῶν πιστῶν. Βλέπουμε τό Νυμφίο πού ἦλθε καί ἔρχεται διαρκῶς κοντά μας, εἶναι «ὁ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφῶνος αὐτοῦ». Τό κάλλος τοῦ Νυμφίου καλεῖ τίς ψυχές μας πρός συνάντησή Του, γιατί ἄν τό ἐγκόσμιο κάλλος εἶναι θελκτικό γιά τήν ψυχή, τότε ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τή θέλκτικότητα τοῦ ὑπερτάτου κάλλους τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ; Πρόσκληση μᾶς ἀπευθύνει σήμερα ὁ ἐπουράνιος Νυμφίος‧ πρόσκληση συμμετοχῆς σ᾽ ἕνα τραπέζι γαμήλιο, σ᾽ ἕνα τραπέζι μέ ὑπερκόσμια ὀμορφιά, σ᾽ ἕνα τραπέζι ἀγάπης καί εὐωχίας πνευματικῆς. Μᾶς καλεῖ νά εἰσέλθουμε σ᾽ αὐτό τό γαμήλιο τραπέζι μέ τό λυχνάρι τῆς καρδιᾶς μας ἀναμμένο, ὅπως ἔπραξαν οἱ πέντε φρόνιμες παρθένες, αὐτές πού συμβολίζουν τίς ψυχές, οἱ ὁποῖες ζοῦν ἀδιάκοπα τή λαχτάρα τῆς ἕνωσής τους μέ τον Νυμφίο τῆς Εκκλησίας. Ὑπάρχει μία ἀλληλοπεριχώρηση τῆς ἀγάπης: πρῶτα μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Νυμφίος Χριστός κι ἔπειτα Τόν ἀγαπᾶμε ἐμεῖς‧ κι ὅσο Τόν ἀγαπᾶμε, τόσο ἐκεῖνος ἀνταποδίδει στήν ἀγάπη μας περισσότερη ἀγάπη. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτὸν, ὅτι αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς», διακηρύσσει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής καί Θεολόγος (Α΄ Ἰωάν. δ´, 19).
Ὁ ὑμνογράφος τοῦ μελωδικωτάτου καί κατανυκτικωτάτου ἐξαποστειλαρίου πού ἀκοῦμε κάθε βράδυ τοῦτες τίς μέρες, μᾶς λέγει ὅτι «ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ». Καλεσμένοι εἴμαστε ὅλοι, χωρίς ἐξαίρεση, ἀλλά γιά τήν εἴσοδό μας τό “πρωτόκολλο”, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, ἀπαιτεῖ μιά προετοιμασία ἀπό μέρους μας. Ἀπαιτεῖ τή φωταψία τῶν λαμπάδων καί τό λαμπρό ἔνδυμα τοῦ γάμου. Ἀπαιτεῖ δηλαδή νά λάμπουμε καί νά σκορπίζουμε φῶς παντοῦ. Γι᾽ αὐτό κι ἐμεῖς, μαζί μέ τόν ὑμνογράφο, παρακαλοῦμε τόν Κύριο: «Λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσόν με», καί ζητοῦμε νά καθαρίσῃ «τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς» μας.
Ζητοῦμε τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό, ὡς δωρεά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού ἔρχεται καί λαμπρύνει «τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς» μας, ἀφαιρεῖ τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας καί μᾶς καθιστᾷ ἀνθρώπους χαριτωμένους, ἱκανούς γιά ἔργα θεάρεστα, ζωντανά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου καί ἄξιους συνδαιτυ-μόνες στό Δεῖπνο τῆς Θείας Βασιλείας, στό Μυστήριο τῆς ἕνωσής μας μέ τόν Χριστό, τήν Θεία Εὐχαριστία. Ἔτσι, «ψυχαῖς καθαραῖς καὶ ἀρρυπώτοις χείλεσι», μποροῦμε πλέον να Τοῦ ζητήσουμε: «Ἀλλ’ ὦ Νυμφίε Χριστέ, μετὰ τῶν φρονίμων ἡμᾶς συναρίθμησον Παρθένων, καὶ τῇ ἐκλεκτῇ σου σύνταξον ποίμνῃ, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς». Ἀμήν.