Ἱερώτατοι καί προσφιλεῖς μου ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοί μου συμπατριῶτες,
Ἐκλεκτοί φίλοι τῆς Ἴμβρου,
«Φθάσαντες, πιστοί, τό σωτήριον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ», ἀκούσαμε ἀπό τη φωνή τοῦ ὑμνωδοῦ τούτη τήν ξεχωριστή βραδιά, ἡ ὁποία «λαμπροφορεῖ τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου τάς ἀπαρχάς». Σήμερα τό πρωί, στή Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακής τῶν Βαΐων, ἀκολουθήσαμε νοητῶς τόν Κύριό μας κατά την εἴσοδό Του στήν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ καί ἀκούσαμε τό δοξαστικό “ὡσαννά” τοῦ πλήθους καί τίς ἐπευφημίες τῶν «ἀπειροκάκων παίδων». Ἀπόψε τό κλίμα ἀλλάζει, καθώς ἀπό τίς θριαμβικές φωνές καί ἐπευφημίες εἰσερχόμαστε στόν καιρό τῆς σιγῆς καί τοῦ ἱεροῦ δέους, στόν καιρό τῆς συμμετοχῆς μας στήν πορεία πρός τά ἄχραντα Πάθη καί τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας. Τό πρωί εἴδαμε τόν Κύριό μας νά εἰσέρχεται στήν ἁγία Πόλη «ἐν δικαιοσύνῃ, ἐπὶ πώλου καθεζόμενος, ὑπὸ Παίδων ἀνυμνούμενος»· ἀπόψε ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑτοιμάζει γιά τήν τελική πορεία πρός τά δραματικά γεγονότα τῆς σωτηρίας μας διά τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι, εἰσοδεύομε στή Μεγάλη Ἑβδομάδα, πού δέν εἶναι μεγάλη ἐπειδή διαρκεῖ περισσότερο ἀπό τίς ἄλλες ἑβδομάδες τοῦ ἔτους, ἀλλά ἐπειδή τά γεγονότα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν εἶναι μεγάλα καί θαυμαστά.
Ἀκούσαμε ἀπόψε ἀπό τό Συναξάρι τῆς ἡμέρας ὅτι «τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς». Γιατί ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας καθώρισε νά ἐνθυμούμαστε τούτη τήν ἡμέρα τόν «πάγκαλο» Ἰωσήφ καί τό γεγονός τῆς ὑπό τοῦ Κυρίου «ξηρανθείσης ἀκάρπου συκῆς»; Διότι ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἀγαπημένος γιός τοῦ Ἰακώβ, λόγῳ τῶν παθημάτων πού ὑπέστη ἀπό τά ἀδέλφια του καί τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀνεξικακίας μέ τήν ὁποία τά ἀντιμετώπισε, ἀποτελεῖ τύπο καί προεικόνιση τοῦ Κυρίου μας, ἐνῶ ἡ «ξηρανθεῖσα συκῆ» συμβολίζει τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού δεν καρποφοροῦν στήν πίστη καί στίς ἀρετές. Μέ τά δύο αὐτά παραδείγματα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει στό κλίμα τῆς Μ. Ἑβδομάδος, καλώντας μας ἀφ᾽ ἑνός νά μιμηθοῦμε τόν πάγκαλο Ἰωσήφ στίς ἀρετές καί στήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη του στό Θεό καί, ἀφ᾽ ἑτέρου νά μήν ὁμοιάσωμε στήν ἄκαρπη συκῆ, ἀλλά ἡ ζωή μας νά δώσῃ πλούσιο τόν ἀμητό τῶν ἀρετῶν, νά καρποφορῇ σέ ἔργα ἀγαθά καί θεάρεστα.
Τήν ἱστορία τοῦ παγκάλου Ἰωσήφ θά μπορούσαμε νά τή θεωρήσωμε ὡς μία εἰσαγωγή στό θεῖο δρᾶμα, ἀφοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει πώς ἡ ἀνθρώπινη ζωή ἔχει μιά σταυρική διάσταση, καί ὅτι, συνεπῶς, ἡ συμπόρευση μέ τόν Χριστό σημαίνει συσταύρωση μαζί Του, ὅπως ἀκούσαμε στό ἐμβληματικό τροπάριο τῆς ἡμέρας: «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι᾽ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς». Ὁ Κύριος καλεῖ ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνά τούς αἰῶνες μαθητές Του, δηλαδή κάθε χριστιανό, νά πορευθοῦμε μαζί Του πρός τό ἑκούσιον Πάθος καί τόν Σταυρό. Ὅμως, συσταύρωση μέ τόν Κύριό μας σημαίνει σταύρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέσα μας καί νέκρωση τῶν παθῶν μας. Ὁ μέγας ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος γράφει πώς γινόμαστε «σύμφοιτοι τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ» καί ὅτι «ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ» (Ρωμ. ς´, 5-6). Συμπόρευση μέ τόν Κύριό μας, συσταύρωση μαζί Του καί νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀποταγή τοῦ «ἰδίου θελήματος» εἶναι οἱ ὅροι γιά τήν κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, εἶναι οἱ προϋποθέσεις «ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ». Δέν ζῇ κανείς τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή δίχως τό βίωμα τοῦ Σταυροῦ, δίχως τή μετοχή του στό Πάθος τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο, ὅμως, ἀπαιτεῖ καί προϋποθέτει ταπείνωση. Ὁ Χριστός βαδίζει πρός τήν ἄκρα ταπείνωση τοῦ Πάθους καί τοῦ Σταυροῦ καί καλεῖ κι ἐμᾶς, ὡς ταπεινούς συνοδοιπόρους Του, νά βαδίσωμε τήν ἴδια πορεία, νά βρεθοῦμε μαζί Του στόν ἴδιο δρόμο τῆς ταπείνωσης, διότι «ἐκ ταύτης τῆς ταπεινώσεως γεννᾶται τῶν ἰδίων θελημάτων ἡ νέκρωσις‧ ἐκ δὲ τῆς τῶν θελημάτων νεκρώσεως αἱ τῶν ἡδονῶν ῥίζαι μαραίνονται, ἐκ δὲ τούτων πάντα τὰ ἐλαττώματα τῆς ψυχῆς ἀποβάλλονται», γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Συμπορεύομαι μέ τόν Χριστό σημαίνει ὅτι ἀγαπῶ τόν Χριστό ἔτσι, ὥστε ἀποδέχομαι ἑκουσίως νά γίνω κοινωνός τῆς ζωῆς Του, τῆς δόξας Του, ἀλλά καί τοῦ Σταυροῦ Του καί τοῦ Πάθους Του. Ἔτσι, ὅλη ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα προβάλλεται ἐνώπιον κάθε πιστοῦ σάν μιά πορεία, πορεία ἀνηφορική, πορεία ἀνοδική καί δύσκολη, γιατί εἶναι «ἡ πρὸς τὸ τέλειον ἄνοδος». Τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστός μᾶς θέλει στό πλάι Του ζωντανούς, ἀληθινούς συνεργούς στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Δέν θέλει νά ἀναμένωμεν ἀπαθεῖς τήν θεϊκή παρέμβαση, ἀλλά νά γίνωμε συμμέτοχοι στό σωτηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ, δοχεῖα ζωντανά τῆς ἀφειδώλευτης ἀγάπης Του καί συνοδοί Του στόν δρόμο τῆς ἐθελούσιας σταυρικῆς θυσίας, δηλαδή νά γίνωμε κι εμεῖς ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης στή σταυρική της διάσταση: τήν κάθετη πρός τόν Θεό καί τήν ὁριζόντια πρός τόν ἄνθρωπο.
Ἀλλά ποιό εἶναι ἀκριβῶς τό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, μᾶς τό δηλώνουν τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: πορευόμαστε μετά τοῦ Κυρίου, «ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ» καί «ἵνα συνανυψωθῶμεν εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Σκοπός μας εἶναι νά ζήσωμε κοντά στόν Χριστό, νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, σέ μιά ἕνωση πού κανείς δέν μπορεῖ νά διασπάσῃ: «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Xριστοῦ;», ἐρωτᾷ ὁ Παῦλος (Ρωμ. η´, 35). Αυτή ἡ πορεία πρός τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό εἶναι μιά πορεία ἀπολύτως συνειδητή καί ἑκούσια, ὁπότε πρέπει νά εἴμαστε διαρκῶς στραμμένοι πρός τόν Θεό, νά ἔχωμε πάντα κατά νοῦν τόν τελικό μας σκοπό, πού δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου οὔτε καί ἐγκλωβίζεται στή χρονικότητα καί τήν ἐνθαδικότητα, ἀλλά ἔχει ἐσχατολογική διάσταση: εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐκεῖ ὅπου «τριλαμπεῖ τὸ θεῖον φῶς» καὶ ὅπου «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Αὐτήν τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ μᾶς ὑπόσχεται ὁ Κύριος καί μᾶς καλεῖ, χωρίς νά ἀρνηθοῦμε καί νά περιφρονήσωμε τοῦτο τόν κόσμο, νά στρέψωμε πρός αὐτήν τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας, διότι ὁ ἀληθινός θρίαμβος τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ γίνεται ὄχι στήν ἐπίγεια ἀλλά στήν ἄνω, στή μυστική Ἱερουσαλήμ. Ἡ ἀσκητική καί μυστική μας παράδοση σ᾽ αὐτή τήν ἀνοδική πρός τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ πορεία, μᾶς καλεῖ νά ἀγρυπνοῦμε, νά μήν ἀποναρκωθοῦμε ἀπό τόν ὕπνο στόν ὁποῖο μᾶς βυθίζουν οἱ ἁμαρτίες καί οἱ ἀστοχίες μας.
Ἀγαπητοί μου Ἀγριδιανοί,
Ξεκινοῦμε τή συμμετοχή μας στά θεῖα δράματα, μέ τήν ἀκολουθία τοῦ πρώτου Νυμφίου, στό εὐλογημένο χωριό σας, ὅπου γεννηθήκατε καί ἀνδρωθήκατε ὅλοι ἐσεῖς, καί ὅπου διδαχθήκατε τίς μεγάλες ἀξίες τῆς ζωῆς, ἀπό ἁπλούς καί ταπεινούς γονεῖς, τίμιους καί πιστούς. Ὅσες περιπέτειες κι ἄν πέρασε ἡ Πατρίδα μας, ὅσο ἔντονα καί ἄν βιώνει τόν καιρό τῆς σιωπῆς της πού ἄρχισε τό ἔτος 1964, τήν πιό μαύρη χρονιά στήν ἱστορία τῆς Ἴμβρου, εἶναι πάντα ὄμορφη ἡ Ἴμβρος γιά μᾶς τούς Ἰμβρίους, πάντα ἑλκυστική, πάντα τρυφερή καί γλυκειά καί στοργική, ἕτοιμη νά ὑποδεχθῇ καί νά σφίξῃ στήν ἀγκαλιά της ὅλα τά ξενιτεμένα τέκνα της.
Σάν Ἴμβριος καί σάν Πατριάρχης παρακαλῶ ὅλους τούς Ἰμβρίους, νά μή λησμονοῦν τό νησί μας. Μή λησμονᾶτε τήν πατρίδα μας, πού ἀξίζει κάθε θυσία ἀπό μέρους μας. Τό ἔχω ξαναπεῖ καί τό ἐπαναλαμβάνω: Πατρίδα σάν τήν Ἴμβρο δέν πρόκειται νά βροῦμε πουθενά. Καί τόσο ὄμορφη ἄνοιξη σάν αὐτή πού ζοῦμε καί ἀναπνέουμε τίς ἡμέρες αὐτές δέν ἀνθίζει πουθενά. Τά χρώματα καί τίς εὐωδίες τοῦ τόπου μας θά τά συναντήσουμε μόνο στόν Παράδεισο. Γι᾽ αὐτό ξεκινοῦμε ἀπό ἐδῶ τό προσκύνημά μας αὐτή τήν εὐλογημένη περίοδο μέ τήν συντροφιά τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας καλώντας σας ὅλους, πάντοτε ἐν ἐγρηγόρσει καί ὄχι ἐν ραθυμίᾳ, νά ζήσουμε αὐτές τίς ἡμέρες μακριά ἀπό τίς κακές ἐνθυμήσεις τοῦ παρελθόντος καί τίς περιπέτειες τῆς ἱστορίας. Νά ζήσουμε ὅλοι μαζί μέ τό ἱερό δέος τῆς σιωπῆς καί τήν προσδοκία τῆς Ἀναστάσεως. Ἀμήν.