* * *
Ἱερώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοί Γλυκιανοί,
Ἐκλεκτοί συμπατριῶτες καί συμπατριώτισσες, προσφιλέστατοι φίλοι μας,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Κάθε φορά πού ξεκινῶ νά ἐπιστρέψω στήν πολυαγαπη-μένη μας Ἴμβρο, σκέφτομαι τά λόγια τοῦ μεγάλου τέκνου τοῦ Γλυκέος Βαρθολομαίου τοῦ Κουτλουμουσιανοῦ, τοῦ πατρός τῆς παιδείας στήν Ἴμβρο, τοῦ διδασκάλου τοῦ Γένους, τοῦ διορθωτοῦ καί ἐκδότου τῶν λειτoυργικῶν μας βιβλίων, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρω, ὅπως γνωρίζετε, ὁ ὁποῖος ἔγραφε τό 1830 στόν τότε Μητροπολίτη Ἴμβρου: «οὔτ᾽ ἔπαυσα, οὔτε θέλω παύσει ἐν ὅσω ζῶ, ἐνθυμούμενος αὐτήν – τήν Ἴμβρον – μέ τόν ἔνθερμον πόθον εἰς τήν καρδίαν μου νά πατήσω καί αὖθις τό ἱερόν της ἔδαφος». Μέ αὐτό τόν πόθο ἔρχομαι καί θά ἔρχομαι ἐν ὅσω ζῶ κι ἐγώ γιά νά θυμοῦμαι τά ὄμορφα καί ἀγέρωχα παιδικά καί νεανικά μου χρόνια, νά θυμοῦμαι αὐτά πού ἔζησα, τούς ἀνθρώπους πού πέρασαν ἀπό τή ζωή μου καί δέν ὑπάρχουν πιά. Νά θυμοῦμαι καί νά διηγοῦμαι τά παλιά πού ἦσαν πιό ὄμορφα ἀπό τά σημερινά, πιό ἁγνά, πιό γνήσια καί πιό ἁπλά. Ἐπιστρέφω μέ νοσταλγία καί χαρά στό νησί μας, γιά νά στηρίξω τούς συμπα-τριῶτες μου καί νά τονώσω τίς ἐλπίδες τους. Ὅτι καί νά πῶ, βέβαια, γι᾽ αὐτον τόν τόπο, πάντα νιώθω πώς ὑπάρχει κάτι ἀμετάδοτο, βαθύ, ἀρχέγονο, πειστικό καί ἀπτό. Μήν μπορώντας νά τό περιγράψω, μόνον τό ζῶ κάθε φορά πού ἔρχομαι. Εἶναι ὑπαρξιακό, εἶναι βιωματικό.
Αὐτή τή φορά ἦλθα στήν ἰδιαιτέρα πατρίδα μας γιά νά ἑορτάσουμε ὅλοι μαζί τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἀκολουθήσουμε δηλαδή τήν πορεία τῶν Παθῶν μέχρι τή νίκη κατά τοῦ θανάτου, ὅπως τά ἑορτάζουμε καί τά βιώνουμε ἐμεῖς ἐδῶ στήν Ἴμβρο μέ τόν δικό μας παραδο-σιακό τρόπο. Ἡ Μ. Τετάρτη, τῆς ὁποίας τόν Ὄρθρο τελέσαμε ἀπόψε, εἶναι ἀφιερωμένη, ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλη-σίας μας, σέ ἕνα συνταρακτικό γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Ὅπως ἀκούσαμε ἀπό τό Συναξάρι τῆς ἡμέρας, «τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε». Σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική ἀφήγηση, λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος τοῦ Κυρίου, μιά ἁμαρτωλή γυναίκα, ὅταν ἄκουσε πώς ὁ Χριστός γευματίζει στό σπίτι τοῦ Φαρισαίου Σίμωνος, ἔφερε ἕνα ἀλαβάστρινο δοχεῖο μέ μύρο καί, κλαίγοντας, ἄλειψε μέ αὐτό τό μύρο τά τίμια πόδια τοῦ Χριστοῦ. Στήν αἰτίαση τοῦ Σίμωνος ὅτι ὡς ἁμαρτωλή ἡ γυναίκα αὐτή δέν ἔπρεπε νά ἀγγίξῃ τόν Χριστό, ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε – ἀσφαλῶς πρός ἔπληξη ὅλων – ὅτι ἡ ἁμαρτωλή συμπεριφέρθηκε ἀπέναντί Του μέ καλύτερο τρόπο ἀπό ἐκεῖνον, τόν Σίμωνα. Στράφηκε τότε καί εἶπε στούς παρευρισκομένους: «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. ζ´, 47). «Βαλοῦσα γὰρ τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν» (Ματθ. κς´, 12). Ὕστερα, ἀπευθύνθηκε στήν ἁμαρτωλή γυναίκα καί τῆς εἶπε: «Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι (…) Ἡ πίστις σου σέκωκέ σε‧ πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. ζ´, 48-50).
Ἀδελφοί μου,
Δύο πρόσωπα δεσπόζουν καί πρωταγωνιστοῦν σ᾽ αὐτό τό συνταρακτικό γεγονός: ὁ Χριστός καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ ἀναμάρτητος καί πανακήρατος Κύριος καί ἀπό τό ἄλλο μιά γυναίκα βυθισμένη στήν ἁμαρτία. Δυό κόσμοι πού γιά τή δική μας ἀνθρώπινη λογική ἀπέχουν παρασάγγας ὁ ἔνας ἀπό τόν ἄλλο καί πού ἡ κοινωνική ἠθική, ἡ ἠθική τοῦ κόσμου, δέν κατανοεῖ οὔτε καί ἐπιτρέπει τήν προσέγγισή τους. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ πόρνη, ὅπως θεωρεῖ τήν ἄγνωστη ἐκείνη γυναίκα ἡ ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας, ἦταν ἀποδιοπομπαία ἀπό τήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς, ἕνα κοινωνικό καί ἠθικό ράκος, πού ζοῦσε στό περιθώριο τῆς κοινωνίας καί πού ἦταν ντροπή γιά ὁποιονδήποτε νά τήν πλησιάσῃ. Κι ὅμως, ὅταν μιά τέτοια γυναί-κα, πού ὅλοι ἀπέφευγαν ὡς βδελυρή καί ὡς μίασμα, εἰσέρχεται στήν οἰκία ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος, Ἐκεῖνος ὄχι μόνο δέν τήν ἀποστρέφεται ἀλλά καί τήν συγχωρεῖ καί τήν παρουσιάζει ὡς πρότυπο συμπεριφορᾶς ἀπέναντί Του. Ἔτσι κατανοοῦμε τήν ἀρνητική στάση τοῦ Σίμωνα καί τῶν μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκπλήσσονται ἀπό τήν ἀνεκτική στάση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μικροψυχία τους δέν τούς ἐπέτρεπε νά καταλάβουν οὔτε τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ οὔτε καί τό βάθος τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀγάπης τῆς γυναίκας ἐκείνης.
Ἄφατο καί ἀπροσμέτρητο εἶναι τό μέγεθος τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Κυρίου μας. Εἶναι Αὐτός, πού δέχεται καί δέν ἐξουθενώνει «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινω-μένην», Αὐτός πού ἦλθε «ἁμαρτωλοὺς καλέσαι εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε´, 32), αὐτός πού εἷπε ὅτι «τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω» (Ἰωάν. ς´, 37), πού εἶπε «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω» (βλ. Ἰωάν. η´, 7), πού, ἀπό ἀγάπη πρός τό πλάσμα Του, καταδέχτηκε, ἄν καί παντοδύναμος Θεός, νά «κενώσῃ ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β´, 8). Πῶς θά μποροῦσε, λοιπόν, νά διώξῃ ἕνα πλάσμα Του, πού ἦταν μέν βυθισμένο στήν ἁμαρτία, ἀλλά ἔδειχνε μιά στάση ἔμπρακτης, βαθειᾶς καί ἀληθινῆς μετάνοιας; Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα ἀνθρώπων πού μετανόησαν καί ἡ μετάνοιά τους ἔγινε δεκτή ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι «χαρά ἐν τῷ οὐρανῷ ἔσται ἐπί ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´, 7). Ποιόν νά θυμηθοῦμε πρῶτο; Τόν Δαβίδ, τούς κατοίκους τῆς Νινευί, τόν ἄσωτο, τόν τελώνη, τόν ληστή πάνω στό σταυρό, τόν Πέτρο πού ἔκλαυσε πικρῶς, μετανοώντας γιά τήν ἄρνηση τοῦ Διδασκάλου του ἤ τήν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου, γιά τήν ὁποία μιλοῦμε σήμερα; Θά μείνωμε, λοιπόν, στή στάση τῆς ἀνώνυμης αὐτῆς καί περιφρονημένης ἀπό ὅλους γυναίκας, πού συγκίνησε τόσο πολύ τόν ἴδιο τόν Χρστό, ὥστε νά πῇ ὅτι «ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς» (Ματθ. κς´, 13).
Τί εἶναι αὐτό πού τή διακρίνει; Καταρχάς τό θάρρος της. Εἰσέρχεται σέ ἔνα χῶρο ἀνδρῶν, ἀδιαφορώντας ἄν θά τήν περιπαίξουν ἤ ἄν θά τήν ὑβρίσουν ἤ ἄν θά τήν διώξουν. Δέν τήν πτοεῖ τό ὄνειδος τῶν ἀνθρώπων, δέν τήν ἀποτρέπουν ἀπό τό σκοπό της οἱ πιθανοί γέλωτες, οἱ ὕβρεις ἤ οἱ μομφές τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ Κυρίου. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἡ πόρνη, μόλις βρῆκε τήν εὐκαιρία, κινήθηκε γρήγορα, πλησίασε τόν Χριστό καί ἀπέπλυνε ὅλες τίς ντροπές. Καί ἐπειδή οἱ Ἰουδαῖοι τήν κατηγοροῦσαν ἐπειδή ἦλθε πλησίον τοῦ Χριστοῦ καί Ἑκεῖνος τῆς ἔδωσε τόσο θάρρος, ὁ Χριστός ἐκείνους μέν ἀποστόμωσε, ἐκείνην δέ ἀπάλλαξε ἀπό ὅλα τά ἁμαρτήματά της, ἔκαμε ἀποδεκτή τή βιασύνη της καί τήν μετάνοιά της, κι ἔτσι, καθαρή πλέον, τήν ἀπέπεμψε»[1].
Τούς Ἰουδαίους ἐνόχλησε τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἀπάλλαξε πολύ γρήγορα τήν πόρνη ἀπό τίς ἁμαρτίες της, ὅτι δηλαδή ἡ ἁμαρτωλή δέν μπῆκε σέ καμιά πολύχρονη διαδικασία μετανοίας, δέν ἔκαμε ἔστω μία καλή πράξη ἤ μία προσευχή, γιά νά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες της. Συμπληρώνει ἐδῶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι ὁ Χριστός τή συγχώρησε, ἐπειδή «μετὰ θερμῆς διανοίας καὶ πεπυρωμένης ψυχῆς καί ζεούσης προσῆλθε πίστεως καὶ τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν ἐκείνων ἥψατο ποδῶν, τοὺς βοστρύχους λύσασα, πηγὰς δακρύων ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἀφεῖσα τὸ μύρον κενώσασα» [2]. Δέν χρειάστηκαν οὔτε ἡ τήρηση τῶν ἐπιταγῶν τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, οὔτε οἱ καθαρμοί, οὔτε ἀκόμη καί οἱ καλές πράξεις. Ἔφταναν ἡ ζωντανή της πίστη, ἡ ζέουσα ἀγάπη, τά θερμά δάκρυα τῆς μετάνοιας, τό μύρο μέ τό ὁποῖο ἄλειψε τά πόδια τοῦ Κυρίου καί τό σκούπισμα τους μέ τά πλούσια μαλλιά της. Τό παράδειγμα τῆς πόρνης, ὅπως καί τοῦ ληστῆ πάνω στό σταυρό, μᾶς δείχνει ὅτι ἡ μετάνοια δέν εἶναι θέμα χρονικῆς διάρκειας ἀλλά «καιροῦ», σύμφωνα μέ τή σημασία πού ἔχει ἡ λέξη αὐτή στή γλῶσσα τῆς Γραφῆς, ὅπου σημαίνει τήν κατάλληλη ὥρα, τήν εὐκαιρία πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο νά μετανοήσῃ, ἀπέναντι στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀδιαφορήσῃ. Ἀλλά οὔτε καί ἁπλῶς θέμα καλῶν πράξεων εἶναι ἡ μετάνοια. Τά καλά ἔργα πρέπει, ὅταν γίνωνται, νά συμβαδίζουν μέ τή συντετριμμένη καρδιά, τήν ἀφειδώλευτη ἀγάπη, τή θερμή πίστη καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Αὐτά εἶναι πού ἕλκουν τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀφήνουν τήν ἁμαρτωλή ἀνθρώπινη ὕπαρξη νά βυθιστῇ στό βάραθρο τῆς ἀπογνώσεως.
Ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, ὅπως λέγει ἕνας ὕμνος τῆς ἡμέρας, ἦταν «δυσώδης καὶ βεβορβορωμένη», ἦταν «ἀπηλπισμένη διὰ τὰς πράξεις». Ἀλλά αὐτή ἡ βύθιση στά θολά νερά τῆς ἁμαρτίας καί ἡ δικαιολογημένη ἀπελπισία της δέν τήν ἔσπρωξαν στή ραθυμία καί τήν ἀπόγνωση, δέν τήν ἔκαμαν νά πιστέψῃ ὅτι εἶναι πλέον καταδικασμένη, ὅτι ὅλα γύρω της ἔχουν καταρρεύσει, ὅτι δέν ὑπάρχει γι᾽ αὐτήν ἐλπίδα σωτηρίας. Μᾶς ἐντυπωσιάζει, λοιπόν, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη της στό Θεό, μᾶς ἐντυπωσιάζει ὅμως καί τό γεγονός ὅτι ἡ γυναῖκα ἐκείνη σιωπᾷ, δέν παρακαλεῖ, δέν φωνάζει. Φαίνεται ὅτι τά λόγια δέν ἔχουν θέση τούτη τή συνταρακτική ὥρα τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐσωτερικῆς συντριβῆς, τήν ὥρα τῆς ταπείνωσης καί τῶν στεναγμῶν τῆς καρδιᾶς. Ὅταν ἡ ὕπαρξη συγκλονίζεται ἀπό τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἀπό τή συνειδητοποίηση τῆς μικρότητάς μας, ὅταν γκρεμίζεται μέσα μας ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί χτίζεται ὁ ἀνακαινισμένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, τότε μόνον ἡ λαλέουσα ἁγία σιωπή, αὐτή ἡ φίλη τῶν δακρύων, λέγει πολύ περισσότερα ἀπό τόν λόγο.
Ἀγαπητοί μου,
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει ὅτι «ὁ Θεός δώρισε στήν ἀνθρώπινη φύση τρία βαπτίσματα πού καθαρίζουν κάθε ἁμαρτία: τὸ βάπτισμα στὸ νερό, τὸ βάπτισμα στὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου καὶ τρίτο τὸ βάπτισμα διά τῶν δακρύων, μὲ τά ὁποῖα καθαρίστηκε ἡ πόρνη» [3]. Ἄς ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμα τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας καί ἄς ἀναβαπτιστοῦμε στά δάκρυα τῆς μετανοίας, παρακαλώντας τόν Κύριο μέ τά λόγια τῆς μεγάλης ὑμνογράφου Κασσιανῆς μοναχῆς, τῆς ὁποίας τό μελωδικώτατο καί κατανυκτικώτατο τροπάριο ἀκούσαμε πρό ὀλίγου: «Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, μὴ με τήν σήν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».
_____
[1] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν μακάριον Φιλογόνιον, PG 48, 754.
[2] Αὐτόθι.
[3] Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Πρὸς Ἀντίοχον ἄρχοντα, PG 28, 644.