Σύντομο Ιστορικό Σημείωμα

1. Η Αποστολική αξία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης

Οι Απόστολοι στάλθηκαν από το Χριστό για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας σε όλα τα έθνη. Με πραγματικά θαυμαστό τρόπο πέτυχαν, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, να εξαπλώσουν το Χριστιανισμό μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα στα πέρατα της οικουμένης, παρά τους διωγμούς και τις δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες.

Ο Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων, σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, έδρασε στη Μικρά Ασία, στις περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο, στη Θράκη και την Αχαΐα, όπου και μαρτύρησε. Η δράση του Αποστόλου Ανδρέα σ’ αυτές τις περιοχές συντέλεσε ώστε οι Εκκλησίες τους, όπως της Τραπεζούντας, της Κωνσταντινούπολης και της Πάτρας, να τον τιμούν ιδιαίτερα ως ιδρυτή και προστάτη. Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης έχει καθιερώσει την ημέρα της μνήμης του Αποστόλου (30 Νοεμβρίου) ως Θρονική Εορτή, την οποία γιορτάζει με λαμπρότητα. Ο εορτασμός αυτός διακόπηκε τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, επανήλθε επί Πατριαρχίας του, από Φιλιππουπόλεως, Σεραφείμ του Β΄(1760) και έκτοτε συνεχίζεται αδιάκοπα ως σήμερα. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποδιδόταν ιδιαίτερη τιμή στον Aπόστολο Ανδρέα, όπως φαίνεται και από την αφιέρωση πολλών ναών στη μνήμη του, μεταφέρθηκαν τα ιερά λείψανα του Πρωτοκλήτου από την Πάτρα το έτος 356 και κατατέθηκαν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η αποστολικότητα του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης φαίνεται και από τη δράση στη Μικρά Ασία του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος απηύθυνε το βιβλίο της Αποκάλυψης «ταῖς ἑπτά ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ» (Αποκ.1,4), στις Εκκλησίες, δηλαδή, της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου, των Θυατείρων, των Σάρδεων, της Φιλαδέλφειας και της Λαοδίκειας, οι οποίες σταθερά από τον 4ο αιώνα ανήκουν στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Τη διπλή αποστολικότητα του Οικουμενικού Θρόνου επικαλέστηκε ο Πατριάρχης Ιγνάτιος στην Πρωτοδευτέρα Σύνοδο (861), αντιμετωπίζοντας τους εκπροσώπους του Πάπα, οι οποίοι προέβαλαν την αποστολικότητα του Θρόνου της Ρώμης. Είπε τότε ο Άγιος Ιγνάτιος, όπως διασώθηκε στην κανονική συλλογή του Καρδιναλίου Deusdedit (11ος αιώνας), σύμφωνα με τη μετάφραση από τα Λατινικά:  «Καί ἐγώ κατέχω ἐπίσης τόν θρόνον τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου καί τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου».

Η αποστολική, όμως, καταξίωση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στηρίζεται πολύ περισσότερο στο αποστολικό της έργο, το οποίο επιτέλεσε με πραγματικά αξιοθαύμαστο τρόπο και στη συγκρότηση της πρώτης και μοναδικής στον κόσμο χριστιανικής πολιτείας του Βυζαντίου, καθώς και στη διάδοση του Ευαγγελίου, με αποστολικό ήθος και τρόπους, σε πολυπληθείς λαούς, τους οποίους οδήγησε στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, καθιστάμενη, έτσι, ισαπόστολος, μαζί με τον πρώτο Χριστιανό αυτοκράτορα, τον ιδρυτή της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτέλεσε την αιώνια έδρα της.

Πριν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο η μικρή πόλη του Βυζαντίου, η αρχαία αυτή αποικία των Μεγαρέων, ήταν επισκοπή, στο χριστιανικό τμήμα της, που υπαγόταν στη Μητρόπολη Ηρακλείας (της Θράκης) και συμμεριζόταν τις σκληρές συνθήκες ζωής, οι οποίες προκλήθηκαν από τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων εναντίον των Χριστιανών. Πρώτος επίσκοπός της, που τοποθετήθηκε από τον ίδιο τον Απόστολο Ανδρέα, ήταν ο Απόστολος Στάχυς. Ακολούθησε μια αδιάκοπη σειρά είκοσι τεσσάρων άλλων επισκόπων, με τελευταίο τον Άγιο Μητροφάνη, με τον οποίο κλείνει η πρώτη άσημη περίοδος της επισκοπής του Βυζαντίου και ξεκινά, από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η λαμπρή περίοδος της υπερχιλιετούς αυτοκρατορίας, κατά την οποία η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης εξελίχθηκε σε Αρχιεπισκοπή, Πατριαρχείο, Οικουμενικό Θρόνο, Μεγάλη Εκκλησία, γεγονός που δεν ήταν απλό αποτέλεσμα κοσμοϊστορικών αλλαγών και ανακατατάξεων, αλλά ουσιαστικός συντελεστής του μεγαλείου και της αίγλης της ελληνορωμαϊκής χριστιανικής αυτοκρατορίας.

2. Περίοδος ακμής και ακτινοβολίας (324-1453)

Όπως είναι γνωστό, ο αρχέγονος Χριστιανισμός, αρχικά, διαδόθηκε σε περιοχές όπου κυριαρχούσε ο ελληνικός πολιτισμός και μιλιόταν η ελληνική γλώσσα, κάτω από την διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία στο χώρο της Ανατολής επεκτάθηκε εκεί που προηγουμένως είχε επεκτείνει τα όρια του Ελληνισμού ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του. Η χριστιανική οικουμένη του Μεγάλου Κωνσταντίνου στηρίχθηκε πάνω στην ελληνική οικουμένη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Χριστιανισμός είχε από την αρχή ελληνική φωνή. Εκτός από τον μεγάλο ελληνιστή Απόστολο Παύλο, ο οποίος άνοιξε τον Χριστιανισμό στην ελληνική Οικουμένη, και οι άλλοι Απόστολοι έδρασαν για τη διάδοση του Χριστιανισμού σε ελληνικές ή ελληνόφωνες περιοχές. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Απόστολος Ανδρέας, ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου, η οποία επρόκειτο να αποβεί περίλαμπρο εκκλησιαστικό κέντρο, που δεσπόζει για αιώνες στην πνευματική ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο ελληνικός κόσμος των παραλίων της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου αποτέλεσε το έδαφος της ιεραποστολικής δράσης πολλών Αποστόλων. Γι’ αυτόν το λόγο η οργάνωση της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας στηρίχθηκε στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, όπου υπήρχαν ακμαίες χριστιανικές κοινότητες.§

Το ιεραποστολικό χρέος του Αποστόλου Παύλου για τη διάδοση του Χριστιανισμού σε Έλληνες και βαρβάρους (Ρωμ.1,14) εκπληρώθηκε από τον ίδιο, κατά το πρώτο σκέλος, μέσα από τη διάδοση της πίστης του Χριστού στον ελληνικό κόσμο. Την ιεραποστολική οφειλή του Αποστόλου, κατά το δεύτερο σκέλος, εκπλήρωσε παραδειγματικά η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, που προικίστηκε με όλες τις ευνοϊκές προϋποθέσεις, τις οποίες δημιούργησε η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Παλιά Ρώμη στη Νέα Ρώμη. Η Παλιά Ρώμη, η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον παγανισμό και την ειδωλολατρεία, φαινόταν ανίσχυρη και ακατάλληλη ως πρωτεύουσα της νέας χριστιανικής οικουμένης, ενώ η Νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, οικοδομήθηκε και σχεδιάστηκε για να αναλάβει την ηγεσία του χριστιανικού κόσμου.

Οι ιστορικοί έχουν αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την εξής διαπίστωση∙ κατά το τέλος του 2ου αιώνα στο δυτικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους (που συμπίπτει γεωγραφικά με τη σημερινή Ευρώπη) ο Χριστιανισμός σποραδικά μόνο είχε διαδοθεί σε μεμονωμένες κοινότητες, αντίθετα στην Ανατολή είχε εμπεδωθεί οριστικά σε πυκνό δίκτυο κοινοτήτων, ιδιαίτερα στις επαρχίες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, οι οποίες, μαζί με τη Θράκη, θα αποτελέσουν, από τον 4ο αιώνα, το έδαφος της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Ήδη από τα χρόνια του αυτοκράτορα Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.) υπάρχουν στη Μικρά Ασία οι επτά Εκκλησίες της Αποκάλυψης, οι οποίες αναφέρονται ονομαστικά πιο πάνω. Στο πλαίσιο του θεσμού της πενταρχίας των πατριαρχών, το οποίο αποτελεί από τον 5ο αιώνα σταθερή μορφή οργάνωσης της Εκκλησίας σε αυτοκέφαλες τοπικές Εκκλησίες, η ύπαρξη στη Δύση ενός μόνο εκκλησιαστικού κέντρου, της Ρώμης, οφείλεται ακριβώς σε αυτόν το λόγο, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων, βρίσκονται στην Ανατολή.

Η πολιτική και πολιτιστική αίγλη με την οποία περιβλήθηκε η Κωνσταντινούπολη, ως νέα πρωτεύουσα της χριστιανικής – πλέον – αυτοκρατορίας, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στην οργάνωση της Εκκλησίας ήδη από τον 4ο αιώνα. Η διαμόρφωση της υψηλής εκκλησιαστικής θέσης της Κωνσταντινούπολης ως πνευματικού κέντρου της χριστιανικής οικουμένης συντελέστηκε ταχύτατα. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325), ενώ ήδη είχε αποφασιστεί η μεταφορά της πρωτεύουσας (324), δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο Θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Τα επίσημα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, ως νέας πρωτεύουσας, έγιναν το έτος 330. Ασφαλώς, χρειαζόταν να παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να αποκτήσει το ανάλογο κύρος και να επιβληθεί της Παλιάς Ρώμης, η οποία είχε μακροχρόνιο ιστορικό μεγαλείο και τη λαμπρότητα της αιώνιας πόλης. Την ίδια εποχή, ανάλογες προσπάθειες, που επιχειρήθηκαν με την εγκατάσταση του αυτοκράτορα σε άλλες πόλεις (Νικομήδεια, Μεδιόλανα), είχαν αποτύχει. Ο γνωστός κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών, εξηγώντας την παρασιώπηση της Κωνσταντινούπολης από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται πιο κάτω), αναφέρεται πρώτα στην αίγλη και το κύρος του Οικουμενικού Θρόνου, κατόπιν στην (σύμφωνα με Θείο σχέδιο) μεταφορά της πρωτεύουσας και τη μεταβολή της ἐξ ἀγριελαίου (Παλαιά Ρώμη) εἰς καλλιέλαιον (Νέα Ρώμη), καθώς και στον θεσμό της πενταρχίας των Πατριαρχών, που είχε ήδη παγιωθεί και τον οποίο, ας σημειωθεί, η Ρώμη πάντοτε προσπαθούσε να ανατρέψει, καθώς δεν αποδεχόταν τοπικές αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά τη μοναρχία του Πάπα και τη δικαιοδοσία του πάνω σε όλη την Εκκλησία. Γράφει, λοιπόν, ο Βαλσαμών : «Ὁ δέ μέγας Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό περιβόητον τοῦτο πράγμα καί ὄνομα Πειρινθίοις ὑποκείμενος (Πείρινθος δέ ἔστιν ἡ δυτική Ἡράκλεια) ἐτέλει ὑπό Ἐπίσκοπον οὔπω γάρ μεγαλόπολις ἡ Κωνσταντινούπολις ὠνομάζετο, ἀλλά πολίχνιον καί Βυζάντιον. Μετενεχθέντων δέ τῶν σκήπτρων τῆς βασιλείας ἀπό τῆς παλαιᾶς Ῥώμης ἐν αὐτῇ κατά θείαν καί ἀπόῤῥητον πρόνοιαν ὡς ἐξ ἀγριελαίου εἰς καλλιέλαιον, ὁ τότε ἀρχιερατεύων τοῦ τοιούτου θρόνου Ἅγιος Μητροφάνης ἐξ Ἐπισκόπου μετωνομάσθη Ἀρχιεπίσκοπος. Διά γάρ τοῦτο καί ἡ πρώτη Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος ἐν ἕκτῳ καί ἑβδόμῳ κανόνι μνησθεῖσα τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν, ἤγουν τοῦ Ῥώμης, τοῦ Ἀλεξανδρείας, τοῦ Ἀντιοχείας καί τοῦ Ἱεροσολύμων, τοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως μνείαν οὐκ ἐποιήσατο» (Ράλλη-Ποτλή, 4,542).

Κατά το διάστημα μεταξύ της Α΄και της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (325-381), εντός περίπου πενήντα ετών, η Κωνσταντινούπολη εξελίσσεται σε ηγέτιδα Εκκλησία, όπως φαίνεται από τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Επισκόπων της κατά τη διάρκεια των Τριαδολογικών αιρέσεων, με συνέπεια, μετά τον θάνατο του Μελετίου Αντιοχείας, να προεδρεύσουν στις εργασίες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δύο Αρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και μετά την παραίτησή του ο διάδοχός του, Άγιος Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως. Η Σύνοδος αυτή ρύθμισε την ήδη παγιωμένη στην πράξη πρωτεύουσα θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Όρισε στον 3ο κανόνα της: «τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ῥώμης Ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ῥώμην». Σύμφωνα με την επιτυχή διατύπωση του Σάρδεων Μαξίμου στο έργο του “περί τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου” «ὁ 3ος κανών δέν ὑπῆρξε προϊόν αὐθαιρεσίας, ἀλλ᾽ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως τῶν 50 ἐτῶν καί ὥριμος καρπός τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν νέων συνθηκῶν τῆς Αὐτοκρατορίας» (σελ. 109).

Η εκκλησιαστική αυτή ύψωση της Κωνσταντινούπολης υπεράνω των πατριαρχείων της Ανατολής και αμέσως μετά τη Ρώμη συντέλεσε στην άσκηση δικαιοδοσίας (στην πράξη) στις πλησιόχωρες διοικήσεις του Πόντου, της Θράκης και της Ασίας, μολονότι, τυπικά, η Σύνοδος δεν έθιξε το καθεστώς της ανεξαρτησίας τους. Η οριστική υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης έγινε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας, η οποία, με τον 28ο κανόνα της, επικυρώνει την παγιωμένη πράξη της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης σε αυτές τις διοικήσεις και την επεκτείνει και στα «βαρβαρικά ἔθνη», δηλαδή, στις χριστιανικές κοινότητες που βρισκόντουσαν εκτός της αυτοκρατορίας και εκτός των ορίων των εκκλησιαστικών Θρόνων. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, με αυτόν τον τρόπο, ολοκληρώνει την εκκλησιαστική ανύψωση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, συμπληρώνοντας τις ρυθμίσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Επίσκοπός της δεν είναι πλέον μετά τον Ρώμης, όπως όριζε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, αλλά μαζί με τον Ρώμης∙ «τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ῥώμης Ἁγιωτάτῳ  Θρόνῳ» (28ος κανόνας). Επιπρόσθετα, με τους κανόνες 9 και 17 της ίδιας Συνόδου, δίνεται στον Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα του “εκκλήτου”, δηλαδή, το δικαίωμα να εκδικάζει, σε περίπτωση προσφυγής σε Αυτόν, υποθέσεις υπερορίων κληρικών των λοιπών τοπικών Εκκλησιών. Στις δύο αυτές περιπτώσεις άσκησης υπερόριας αρμοδιότητας, δηλαδη, στη δικαιοδοσία “εν τοις βαρβαρικοίς” και στην ανώτατη δικαστική εξουσία (με το θεσμό του “εκκλήτου”), εκδηλώνεται εμφανέστατα η πρωτεύουσα θέση του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Οι κανόνες δεν επιτρέπουν σε κανέναν άλλο Θρόνο την άσκηση υπερόριας αρμοδιότητας.

Η προνομιακή αυτή θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στηριζόμενη σε ρητές κανονικές διατάξεις, κατέληξε στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πέρα από νομική θεμελίωση, σε φυσικό γνώρισμά της. Ο Ορθόδοξος πολιτισμός δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί χωρίς την Κωνσταντινούπολη, η οποία κατέστη το μεγάλο κέντρο της Ορθοδοξίας σε όλη τη δυναμική ιστορική της πορεία. Στην περίοδο της ακμής και της ισχύος το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρωτοστάτησε στη διαμόρφωση και διατύπωση των δογμάτων, στη σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων, στην ανάπτυξη του Μοναχισμού, στον εμποτισμό ολόκληρης της ζωής της αυτοκρατορίας με το χριστιανικό πνεύμα, σε αρμονική συνεργασία με την πολιτική εξουσία, ώστε, όντως, το Βυζάντιο να αποτελεί μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία παράδειγμα γνήσιας βίωσης του Ευαγγελίου του Χριστού. Επίσης, άσκησε ιεραποστολικό έργο με μεγάλη επιτυχία ήδη από την εποχή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, το οποίο κορυφώθηκε τον 9ο και 10ο αιώνα με την ιεραποστολική εξόρμηση προς τον σλαβικό κόσμο. Μετέδωσε στους σλαβικούς λαούς το, αποθησαυρισμένο από τη μακροχρόνια ιστορική εμπειρία, ορθόδοξο πνεύμα και διαπότισε με αυτό οντολογικά τα βάθη του σλαβικού πολιτισμού, ο οποίος είναι αδύνατον να κατανοηθεί χωρίς την αναφορά στους πνευματικούς γεννήτορές του. Με την ιεραποστολική αυτή δράση κατέστη Μητέρα Εκκλησία όλων των λαών που προσήλθαν μέσω αυτής στη χριστιανική πίστη. Όπως παρατηρεί ο διάσημος κανονολόγος Νικόδημος Μίλας, «φυσική συνέπεια τούτων εἶναι ὅτι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν τούτων ἀποτείνονται, πρός διακανονισμόν τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτῶν βίου, εἰς τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν αἰτούμεναι ὁδηγίας πρός τοῦτο καί πρός πάντα καθόλου τά ἄγνωστα καί ἀσαφῆ αὐταῖς ἐκκλησιαστικά ζητήματα» (Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελ. 156-157).

Η πνευματική αυτή μητρότητα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης επεκτείνεται σε όλους τους Χριστιανούς, τους ευρισκόμενους στην Εκκλησία και τρεφόμενους από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Συνόδων, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Πατριάρχη Ησαΐα, ο οποίος γράφει στους Αρμενίους που επιθυμούν να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία : «Μητρός λόγον ἡμεῖς ἐπέχομεν πρός τε ὑμᾶς καί πάντας τούς βουλομένους Χριστιανούς καί εἶναι καί ὀνομάζεσθαι ὡς καί ὑμεῖς ἀκριβῶς ἴστε. Καί γάρ ἐξ ἡμῶν αἱ διδασκαλίαι τῶν θείων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων δέ Συνόδων ἡ θεόπνευστος νομοθεσία, ἐξ ἡμῶν ὡς ἀπό πηγῆς τινος εἰς τό τῆς Ἐκκλησίας πλήρωμα ἐξεχύθησαv» (Μiklοsich-Μuller) 2,259).

3. Η Μεγάλη Εκκλησία συνεχίζει το έργο της

Μετά την απώλεια της εξωτερικής αίγλης και δύναμης, εξαιτίας συγκυριακών δράσεων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέλαβε, ως στοργική μητέρα, το έργο της προστασίας και της περίθαλψης των υποδούλων ορθοδόξων λαών. Με πολλή σύνεση και σοφία κινήθηκε μέσα στις νέες συνθήκες των καιρών και κατόρθωσε να συντηρήσει την ορθόδοξη πίστη και την αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων. Η εμφάνιση πλήθους Νεομαρτύρων κατά την περίοδο αυτή αποτελεί για την Ορθόδοξη Εκκλησία καύχημα και δόξα, που τη συνδέει με την αρχαία Εκκλησία των πρώτων αιώνων, των διωγμών και των μαρτυρίων. Ασφαλώς, ο κίνδυνος του εξισλαμισμού δεν ήταν η μόνη απειλή εναντίον του ορθοδόξου πληρώματος. Ήταν εξίσου μεγάλος και ο κίνδυνος της άσκησης προσηλυτισμού από τη μεριά των ετεροδόξων, οι οποίοι, καθώς βρήκαν τον ορθόδοξο λαό σε φτώχεια και αδυναμία, μπήκαν στην αυλή των προβάτων όχι από την πόρτα, όπως οι ποιμένες, αλλά από αλλού, όπως οι κλέφτες και οι ληστές, για να σφάξουν και να καταστρέψουν (Ιω. 10,1-8). Υπάρχει πληθώρα ιστορικών στοιχείων σχετικά με τη σθεναρή στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στην ξένη προπαγάνδα, η οποία, δυστυχώς, κατέφυγε σε αθέμιτα μέσα για την επίτευξη των σκοπών της∙ οργάνωσε εκστρατεία δυσφήμισης και κατασυκοφάντησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου με ιστορικές και δήθεν επιστημονικές μελέτες, διεγείροντας κυρίως τις εθνικές ευαισθησίες των ορθοδόξων λαών, ώστε να αποδυναμωθεί η επίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να καταστεί, με αυτόν τον τρόπο, ευάλωτη λεία των ξένων “ιεραποστολών” (σελ. 601/2020)

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μαζί με την ορθόδοξη πίστη, διαφύλαξε και την εθνική συνείδηση των λαών της Βαλκανικής. Η Ορθοδοξία δεν καταπνίγει την υγιή αγάπη προς την πατρίδα, αλλά την εντάσσει αρμονικά μέσα στο πλήθος των λοιπών γνωρισμάτων που συναποτελούν την ανθρώπινη πλευρά του θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας. Κάτω από την σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι ορθόδοξοι λαοί καλλιέργησαν τις εθνικές τους γλώσσες, ανέπτυξαν τη δική τους εκκλησιαστική γραμματεία, άκουσαν το Ευαγγέλιο «τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος διαλέκτῳ» (Πράξ. 2,8), όπως κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Το φαινόμενο του σκληρού και άκαμπτου εκλατινισμού της Θεολογίας και της Λατρείας, το οποίο, μέχρι τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, καταδυνάστευσε και αφάνισε τα εθνικά στοιχεία των Ρωμαιοκαθολικών λαών, δεν είχε ποτέ ανάλογο προηγούμενο στην Ορθοδοξία, όπως άριστα διαπιστώνεται αυτό στην περίπτωση των σλαβικών λαών, τη γραπτή γλώσσα των οποίων δημιούργησε η Κωνσταντινούπολη. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι λαοί της Βαλκανικής διατήρησαν αλώβητα τα εθνικά και φυλετικά τους γνωρίσματα, ώστε να μπορέσουν, κατά τον 19ο αιώνα, να διεκδικήσουν την εθνική τους αυτοτέλεια και ανεξαρτησία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε τον «εθνοφυλετισμό» ως επικίνδυνη καινοτομία, όταν ο εθνικισμός διεκδίκησε κυρίαρχη θέση και τέθηκε επικεφαλής των γνωρισμάτων που συνιστούν την Εκκλησία, απειλώντας, με αυτόν τον τρόπο, τον πνευματικό, υπερεθνικό χαρακτήρα της και την εδραζόμενη σε πνευματικά γνωρίσματα ενότητά της.

4. Νέα περίοδος. Ενότητα των Ορθοδόξων, διάλογος με αγάπη και αλήθεια προς τους ετεροδόξους

Ο σχηματισμός ανεξάρτητων εθνικών κρατών στο χώρο της Βαλκανικής είχε ως άμεση συνέπεια τη δημιουργία αυτοκεφάλων τοπικών Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μολονότι έβλεπε να συρρικνώνεται η τεράστια δικαιοδοσία του, παραχώρησε μέσω της κανονικής οδού το αυτοκέφαλο καθεστώς στις Εκκλησίες των νέων χωρών της Βαλκανικής. Αντέδρασε μόνο σε περιπτώσεις προσβολής της κανονικής τάξης και υπερέξαρσης εθνοφυλετικών κριτηρίων. Πάντως, η πολυδιάσπαση αυτή σε εθνικές Εκκλησίες ήταν νέο φαινόμενο στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η πριν από αιώνες παραχώρηση του αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Ρωσίας (1589) δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις των Ορθοδόξων, γεγονός που οφείλεται και στην ευπείθεια της θυγατέρας προς τη Μητέρα Εκκλησία, αλλά και στο ότι δεν είχε ακόμη εμφανιστεί και πάρει έκταση η αρχή των εθνοτήτων, η οποία, καθώς αποτέλεσε τη βάση της ύπαρξης των νέων κρατών και συνδέθηκε με τις ανάμεσά τους εθνικές διεκδικήσεις, συντέλεσε στην ψύχρανση των σχέσεων μεταξύ των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους των μακροχρόνιων πολεμικών συγκρούσεων.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρακολουθώντας με οδύνη αυτήν την έλλειψη ενότητας μεταξύ των Ορθοδόξων, κατέβαλε, από τις αρχές του 20ου αιώνα, εργώδη προσπάθεια συσφιγξης των διορθοδόξων σχέσεων, αναθεώρησης της μεταξύ τους ενότητας, η οποία, με τη χάρη του Θεού, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι αναρίθμητες διορθόδοξες συναντήσεις και –κυρίως- το καίριας σημασίας γεγονός της σύγκλησης και πραγματοποίησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Κρήτη, 2016) αποδεικνύουν ότι η εποχή της αποξένωσης αποτελεί, πλέον, απλή ιστορική ανάμνηση. Οι ιστορικές πρωτοβουλίες της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και η ολοπρόθυμη ανταπόκριση των λοιπών αυτοκεφάλων Εκκλησιών δημιούργησαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη συνέχιση, πάνω σ’ αυτήν την οδό, της πορείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η επίτευξη της διορθόδοξης ενότητας διευκόλυνε το έργο της συνδιαλλαγής με τους ετεροδόξους, προς το σκοπό της επιτυχίας της ένωσης όλων. Πραγματικά, ενωμένη η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέχει τη μαρτυρία της ορθόδοξης πίστης, κάνοντας διάλογο με τους ετεροδόξους με αγάπη και αλήθεια. Σε καμιά άλλη εποχή δεν διεξήχθησαν τόσοι θεολογικοί διάλογοι, όσοι διεξάγονται σήμερα. Το αποτέλεσμα αυτών των διαλόγων και γενικότερα της συμμετοχής των Ορθοδόξων στη λεγόμενη Οικουμενική κίνηση, εφόσον αυτή η συμμετοχή στηρίζεται στις αρχές της ορθόδοξης πίστης και ζωής, επαφίεται στη χάρη του Θεού, ο οποίος αληθεύει με αγάπη και αγαπά με αλήθεια.

 

5. Η Εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οικουμενικού Πατριαρ-χείου

Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, πρωτόθρονη μεταξύ των αυτοκεφάλων   Εκκλησιών και έχουσα, ιστορικά και θεολογικά, το δικαίωμα και την ευθύνη της έναρξης και του συντονισμού των ενεργειών διορθόδοξης σημασίας, δεν παύει να αποτελεί τοπική Εκκλησία, της οποίας η δικαιοδοσία περιορίζεται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με τους κανόνες, για όλες τις Εκκλησίες, και για τη Ρώμη, εκτός από το προνόμιο της άσκησης υπερόριας αρμοδιότητας στις Εκκλησίες της Διασποράς και το θεσμό του “εκκλήτου”, τα οποία απονεμήθηκαν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη. Όπως ήδη γράφηκε, οι διοικήσεις του Πόντου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας αποτέλεσαν τους πρώτους χώρους της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου. Σε αυτές προστέθηκαν τον 8ο αιώνα οι υπαγόμενες στο Ανατολικό Ιλλυρικό περιοχές, από την Αδριατική ως το Νέστο και από το Δούναβη και τη Ροδόπη μέχρι την Κρήτη. Οι περιοχές αυτές, αν και πολιτικά από τα τέλη του 4ου αιώνα αποτέλεσαν μέρος του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά και εκκλησιαστικά με το διάταγμα του Θεοδοσίου Β΄ (421), εξακολούθησαν να αποτελούν την εξαρχία ή το βικαριάτο της Θεσσαλονίκης, που υπαγόταν στην Εκκλησία της Ρώμης, ως το 733. Στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης ενσωματώθηκαν και οι προσελθόντες στο Χριστιανισμό, με τη φροντίδα της ιεραποστολής της, σλαβικοί λαοί. Η Εκκλησία της Ρωσίας μέχρι τον 15ο αιώνα, δηλαδή επί πέντε αιώνες, ήταν μία από τις μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου. Στο χώρο της βαλκανικής σχηματίστηκαν οι αυτόνομες Αρχιεπισκοπές Τυρνόβου, Αχρίδος και Πεκίου, κατά τη διάρκεια, όμως, της τουρκοκρατίας επανήλθαν στην άμεση δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης, στην οποία, επίσης, υπάγονταν και οι κατά τον 14ο αιώνα οργανωθείσες Μητροπόλεις Ουγγροβλαχίας και Μολδοβλαχίας.

Η ευρύτατη αυτή δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης άρχισε σταδιακά να μειώνεται με τη παραχώρηση της αυτοκέφαλης αξίας σε τοπικές Εκκλησίες: στην Εκκλησία της Ρωσίας (1589), στη Εκκλησία της Ελλάδας (1850), στην Εκκλησία της Σερβίας (1879), στη Εκκλησία της Ρουμανίας (1885), στην Εκκλησία της Αλβανίας (1937), στην Εκκλησία της Βουλγαρίας (1945), στην Εκκλησία της Γεωργίας (1990), στην Εκκλησία των χωρών Τσεχίας και Σλοβακίας (1998) και στην Εκκλησία της Ουκρανίας (2019).

Πιο σοβαρή ήταν η συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου που προέκυψε από τη φυγή των ορθοδόξων πληθυσμών από τις πατρογονικές τους εστίες στον Πόντο, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, οι οποίες, όπως είδαμε, αποτελούσαν τον ανά τους αιώνες ιστορικό και γεωγραφικό χώρο της εκκλησιαστικής του δικαιοδοσίας. Η φυγή αυτή συντελέστηκε μετά τον μικρασιατικό πόλεμο του 1922 και εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Έτσι, από τις περιοχές αυτές απέμειναν στην Τουρκία σήμερα η Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινούπολης και τέσσερεις Μητροπόλεις: Χαλκηδόνος, Δέρκων, Πριγκηποννήσων και Ίμβρου και Τενέδου, ενώ κατά τα τελευταία χρόνια αναβίωσε η λειτουργική ζωή και σε άλλες ιστορικής σημασίας εκκλησιαστικές Επαρχίες της χώρας.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως προβλέπεται από τους Ιερούς Κανόνες, ίδρυσε νέες Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις σε Ευρώπη, Αμερική, Ωκεανία και Ασία, τις οποίες διακρίνει ιδιαίτερος δυναμισμός.

Εκτός των ορίων του τουρκικού κράτους εξακολουθούν να παραμένουν επίσης κάτω από την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων, η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, η Πατριαρχική Εξαρχία της ιεράς νήσου Πάτμου, τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους και άλλα Πατριαρχικά Ιδρύματα και Εστίες σε όλη την οικουμένη. Επιπλέον, στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανήκουν και οι Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων Χωρών», των οποίων η διοίκηση δόθηκε το 1928 επιτροπικώς στην Εκκλησία της Ελλάδας.